Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

"Στη γη να περπατήσει.."

Χθεσινοβραδυνή αποκάλυψη: Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα είναι μινόρε!

Από παιδί δε μπορούσα να παντρέψω το τέμπο με το παράπονο της Αρχιχρονιάς. Ακούγεται σαν προκαταβολικό "..την ατυχία μου μέσα!", δεν χωράει ελπίδες κι αισιοδοξία, και είναι πάντα μισερό και κακόμοιρο.
Μία εβδομάδα πρίν, το "Καλήν ημέραν Άρχοντες!" μας παραμυθιάζει διακριτικά κι εκλεπτυσμένα, γιορτάζοντας μία γέννηση με τα όλα της: φάτνες, άγγελοι, θαύματα, πνεύματα, δόξες, αστέρια κι αγάπη.
Η ψιλή μου δεντρολιβανιά (και το καλαμάρι που αναφέρεται),εκτός ότι παραπέμπει σε σάλτσα σαβόρ, συνδυάζεται με ψάρια, κατ' επέκταση λαχτάρα, και με φρενάρει από τη χαρά που προτίθεται να ζωγραφίσει χαμόγελα στα μούτρα μου.
Η ουρά δεν τρώγεται.
Τρώω όλο το χρόνο, κάθε χρόνο, τις μέρες και τους μήνες, χτίζοντας το εύθραυστο οικοδόμημα μου πάνω σε στιγμές και αναμνήσεις. Οι τελευταίες 5 ημέρες είναι σκέτη Πομπηία. Ο χρόνος δεν είναι φίλος έξω από την κοιλιά.
"Μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά". Όχι! Θέλω να ξαναγίνω μικρή, μικροσκοπική, χωρίς μαλλιά, να χωράω στην αγκαλιά, και το μόνο που θα αντιλαμβάνομαι να είναι τα φώτα που αναβοσβήνουν στο δέντρο. Να μη ξεχωρίζω λέξεις, ούτε να νιώθω την μινόρε παραμονή ενός ακόμα χρόνου. Και η Πρωτοχρονιά μου να είναι το χαμόγελο κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια μου και σε κοιτάζω.



Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Ευχές!!!

(Με λίγη φαντασία, τούτο δω, πάρε το για κάρτα, που έχει ζωγραφισμένους τρεις μάγους κάτω από έναστρο ουρανό, να πηγαίνουν στη φάτνη τα δώρα τους, και με καλλιγραφικά γράμματα πάνω και δεξιά να γράφει Καλά Χριστούγεννα. Σε μπλέ τόνους, γυαλιστερή. Και πάμε..)

Βαρετά οικογενειακά μεσημεριανά τραπεζώματα, με κουραμπιέδες, γαλοπούλες και παρεξηγήσεις, τηλέφωνα με τη μπουκιά στο στόμα για τις ευχές, επαναλήψεις γιορτινών τηλεοπτικών σκουπιδιών και μελαγχολία για τους μεγάλους.
Τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά και τους ερωτευμένους γκρινιάρηδες. Αυτοί δίνουν νόημα στη γιορτή: με τα κάλαντα, τα δώρα τους, τη λαχτάρα τους και τους καυγάδες τους. Είναι η γιορτή που χρειάζεται μόνο καρδιά, γιατι το μυαλό μπορεί και να σε τρελάνει με τις σκέψεις που γεννιούνται κατά κανόνα από την τσέπη. 
Θέλεις να δείξεις την αγάπη σου, αλλά δε φτάνει η αγκαλιά και το φιλί, θέλει και δώρο η περίσταση. Κι όταν δεν εχεις; Δεν αγαπάς; Όταν το δώρο χωράει στην παλάμη σου - και δε μιλάω για μονόπετρο - μετράει η αγάπη αλλιώς;

Χριστούγεννα λοιπόν, κι ο κόσμος μαθαίνει να γιορτάζει τη γέννηση του Θεανθρώπου με καταναλωτισμό και υπερβολή, θυσιάζοντας την ουσία στο τζάκι που καίει με κίνδυνο να καούμε ζωντανοί. Αυτό της συνήθειας..


(Εύχομαι υγεία σε όλους.)




Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Σάπιες σκέψεις

Μπήκε γρήγορα μέςα λέγοντας "καλημέρα", τόςο διακριτικά και σιγά, που κανένας δεν άκουςε για να ανταποκριθεί. Ακούμπησε τα κλειδιά και τα τσιγάρα του στο γραφείο. Όση ώρα έκανε να βγάλει από πάνω του το μπουφάν, σκεφτόταν. Τραβώντας το κασκόλ, κι απορροφημένος από τη φαντασία του, ένιωσε να πνίγεται λίγο κι αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει και το αριστερό του χέρι, που ήταν για κάτι τέτοιες δουλειες -βοηθητικές.
Έβγαλε το κινητό από την τσέπη, το πέταξε αδιάφορα πάνω στο επιμελώς κι ατάκτως φορτωμένο του χαρτοβασίλειο, και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει καφέ.
(Ούτε ο ίδιος δεν καταλάβαινε πως άφησε να γίνει αυτό. Μια καλπάζουσα φαντασία ανέστησε εικόνες, από το μακρινό πια, παρελθόν. Τόσο μακρινές και τόσο νεκρές, που άνοιξαν πόλεμο στην άπνοια της καθημερινότητας και την κερδίζουν κατά μέτωπο.)
Γύρισε πισω κρατώντας προσεχτικά την κούπα που έδειχνε να ξεχυλιζει χωρίς να πέςει σταγόνα κάτω. Άχνιζε ο καφές, απειλώντας να κάψει την άκρη της γλώσσας του και λίγο από τον ουρανίσκο. Τον κοιτούσε και σκεφτόταν, και μέσα σ'αυτή την αλληλεπίδραση, παραδόθηκε, υπνωτισμένος στο άρωμα.
-Ω να σου γαμ...!! ακούστηκε δευτερόλεπτα αργότερα, και με ένα τίναγμα απομάκρυνε το καυτό φλιτζάνι από το στόμα του. Τέσσερις σταγόνες καφέ έσταξαν κι έτρεξαν πάνω στο γραφείο ακολουθώντας τη συνήθεια.

Άνοιξε τον υπολογιστή, σκούπισε τις αδέσποτες σταγόνες, κι έκατσε στην άκρη της καρέκλας. Έσκυψε μπροστά, πάνω από τον καφέ, κρατώντας το κεφάλι του, έτοιμος να φιλήσει την σκονιςμένη οθόνη του. Τίποτα ακόμα. Η φαντασία του, έκανε κουμάντο στο μυαλό του, στις αισθήσεις του, στα μάτια του, στα ένστικτά του. Έπρεπε να βγεί μπροστά. 

Κοιτούσε κλεφτά το κινητό του. Το παρενοχλούσε, για να βεβαιωθεί πως δεν έχασε κανένα μύνημα, καμία κλήση. "Καλύτερα κλειστό" σκέφτηκε, αλλά δεν άντεχε ούτε τη σιωπή ούτε την αγωνία. "Γιατί να βάζω τρικλοποδιές στην τύχη μου;; Κι αν στείλει; Άν χρειαστεί κάτι και με πάρει; Αν θελήσει να κάνει το πρώτο βήμα;"

Είχε πολλά μέσα στο κεφάλι του. Προβλήματα, ως επί το πλείστον, καθημερινότητα, λογαριασμούς, και τέσσερα πέντε τραγούδια που βολοδέρναν κουρασμένα από την επανάληψη εδώ και μήνες. Τα στρίμωξε όλα στη γωνία, σήκωσε τον καφέ του, έγειρε προς τα πίσω - να πάρει απόσταση από την οθόνη- μια γουλιά, βαθιά ανάσα, και..
Και τίποτα. Ούτε δουλειά, ούτε ηρεμία, ούτε πραγματικότητα. Οι εικόνες που πρόβαλε το μυαλό στα μάτια του, ήταν πιο ζωντανές από τον ίδιο.

Λίγο πιο μακριά, κάποιος σκεφτόταν με ανάλογο τρόπο. 

Ωρίμασαν οι σκέψεις τους. Περισσότερο.



Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

-Μίλα σκουλήκι!

Ούτε τίτλο να βρώ δεν είμαι άξια!
Εγώ, που εκπαίδευσα τα μάτια μου να βλέπουν τις λέξεις πίσω από τα σχήματα και τα χρώματα, που σαν το σκυλί νιώθω λες και τον μυρίζω τον φόβο πίσω από το χαμόγελο, παλούκωσα το είναι μου στην ειλικρίνεια και δεν του παίρνω λέξη.  

Βλέπεις, έχω "μελετήσει" αρκετά στη ζωή μου,ώστε οι τίτλοι και οι επικεφαλίδες, να είναι για μένα ανώδυνοι τοκετοί σκατζόχοιρων. Είμαι τόσο τεμπέλα, που η περίληψη από μόνη της μου φτάνει για ετήσιο προβληματισμό και πονοκέφαλο ανάλογο της απόλαυσης που μπορεί να μου χορηγήσει με μόνο δυο τελείες μετά από ένα "ίσως". 

(Σε μια προσπάθεια της συναισθηματικής μου καταγραφής, το "είναι" που προπαλούκωσα για να ανακρίνω, ο μόνος ύποπτος για το ριφιφί που έγινε στα ηλιόλουστα πρωινά μου κι έκλεψε την πολύτιμη μου ηρεμία, κατέστρωσε το απόλυτο σχέδιο με το ασυνείδητο, χωρίς να αφήσει ίχνη και προπάντων, χωρίς υποψίες, αντέστρεψε τους ρόλους και με κυνηγάει.)

(Διασχίζει τα Πετράλώνα και τρέχει μπροστά από μένα, με τρένα, χωρίς βιασύνη, αυτό το "είναι" που κουράστηκε να φταίει. Προσπερνάει το Θησείο του και το Μοναστηράκι, και στην Ομόνοια, αντί να βγεί στο φώς, κρύβεται ακόμα πιο βαθιά στο σκοτάδι της γής. Κι αυτά τα γρήγορα "γκρο-πλαν" με τυχαίους συνταξιδιώτες στο μετρό, αντί να με καθησυχάσουν μπροστά στον κατήφορο της διάθεσης και την ανηφόρα της απόγνωσης, με κάνουν κύκλους και χάνομαι σε αριστερόστροφες δίνες.)

 

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

Εδώ και κει..

Η ζωή είναι σκληρή. Και δύσκολη. Κι αν εξαιρέσεις καμιά δεκαριά στιγμές, οι περισσότερες έχουν τον τ(π)όνο στη λήγουσα κοινό παρανομαστή. Ο έρωτας; Πάντα κάτι θα λείπει, κάτι μικρό θα πονάει και θα δίνει νόημα κι αξία στη μάχη.. Η οικογένεια θα είναι πάντα η αστείρευτη πηγή ασφάλειας και προβλημάτων, η αιτία και η λύση ενός μπερδεμένου υποσυνείδητου, ο πιο ασφαλής κίνδυνος για να παίρνεις παντού μαζί σου.. 
Οι φιλίες που διαλέγουμε να στολίσουμε με μυστικά και ψέμματα, το επάγγελμα που μας απογοητεύει καθημερινά για χρόνια, η κούραση, η απόγνωση κάποιες φορές που έρχεται στον ύπνο και μας ξυπνάει παράλυτους και αδρανείς, όλο αυτό που μηχανικά υπομένουμε με χαμόγελο και βόλτες στην εξοχή, μέχρι τη στιγμή που κάποιος τερματίζει τη διαδρομή του και στεκόμαστε και τον κοιτάμε χωρίς τίποτα μέσα πια.
Ο θάνατος δεν είναι στατικός. Εξελίσσεται με ταχύτητα, αλλάζει μέσα στο χρόνο, είναι διαδραστικός σε περισσότερα επίπεδα από αυτά που μπορεί να επηρεάσει μια γέννηση. 
Εμπορικότερος, θεατρικότερος, παγωμένος κι οριστικός. 
Κανείς δε θέλει να αλλάξει την ουσία του. Όλοι στέκονται στη μορφή του: να είναι ανώδυνος, ήσυχος, ξεκούραστος και δίκαιος. Καμία απώλεια δεν παντρεύει όλες τις προϋποθέσεις, ακόμα κι αν πρόκειται για το δικό μας θάνατο, που λίγο(έως και καθόλου) σε απασχολεί (αν προλάβει) η επίγευση που θα αφήσεις.
Μήπως όμως να το ξαναπιάσουμε από την αρχή; Μήπως τελικά η ζωή είναι το πειραματικό στάδιο της δικής μας ουςίας, για τη δική μας γεύςη πριν την αιωνιότητα των αναμνήσεων και της ιστορίας; Για όλους αυτούς που θα μείνουν ένα σκαλί πριν από μας (γιατί σκαλί είναι είναι ο χρόνος στο μέτρημα του θανάτου..), που δε ξέρεις ποιός θα είναι κι αυτό είναι το μεγαλειώδες, να δίνουμε αγάπη και αλήθεια. Για να είναι καλοτάξιδη η επιστροφή μας στην ανυπαρξία. 
Οι άνθρωποι δε θέλουν να ξέρουν.. Στιγματίζεσαι από τα "παρών" που δίνεις στη ζωή σου, ακόμα κι αν δεν ενσωματώνεσαι.. Από τα μπουζούκια μέχρι το νεκροθάλαμο.. Ένα γαρύφαλο δρόμος..(!)


(Αυτές οι σκέψεις δε σταματάνε ποτέ.. Η ζωή είναι σκληρή.)




Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

Ούτε στον εαυτό μου



Κάποιες φορές είναι μικρές σαν τους κόκκους του ρυζιού, που ξεφεύγουν δίπλα από την κατσαρόλα, και δεν μαγειρεύονται ποτέ, δε νοστιμίζουν, δε μαθαίνεις ποτέ τη γεύση τους. Υποψιάζεσαι πως θα μοιάζει με τα υπόλοιπα ρύζια που έχεις φάει στη ζωή σου. Και κάπως έτσι, φεύγει η περιέργεια να το δοκιμάσεις. Ρύζι είναι, πόσο να διαφέρει;
Είναι και κάποιες, σαν τα γλυκά στη βιτρίνα. Που τραβάς το βλέμμα σου από πάνω τους, γιατί πιθανόν είσαι σε δίαιτα, ή "έλα μωρέ σιγά, κατεψυγμένα είναι..", ή χειρότερα ακόμα προτιμάς να φάς τα λεφτά σε σουβλάκια παρά σε αηδίες που λέει χρόνια η μαμά και σε έπειςε.Περιττές θερμίδες..
Οι ανομολόγητες επιθυμίες, είναι πιο βασανιστικές κι από τη φαγούρα στην πατούσα μέσα στη μπότα καταχείμωνο. Ανεξαρτήτου μεγέθους, απροσδιόριστης   πολλές φορές προέλευσης, το κακό σε βρίσκει όπου και να κρύψεις το κεφάλι σου. Κάνεις πάντα ότι δεν ακούς, αρνείσαι ακόμα και στον εαυτό σου την υποδούλωση που υφίστασαι αυτά τα 3 δευτερόλεπτα που αφήνεις ολόκληρο το σώμα σου να γεμίσει αισθήσεις πριν βίαια δώσεις τέλος στις σκέψεις σου. Με το φόβο, πως κάποιος είναι πανταχού παρόν ακόμα και μέσα σου, με την αγωνία μη χάσεις τον έλεγχο, με το φόβο μην μπερδέψεις όλο αυτό με την πραγματικότητα. 
Ανομολόγητες. Όχι υπερβολικές ή άνομες ή ακατάλληλες ή τρελές..Καμία σημασία δεν έχει η φύση της επιθυμίας.. 
Αποκτά αυτό το μοναδικό σε ομορφιά σχήμα, μόνο όταν βαφτιστεί.. 

Και σκάνε σαν βεγγαλικά χρυσάνθεμα όταν βρούνε διέξοδο και φτάσουν στο στόμα. Μια λάμψη για δευτερόλεπτα. Της ντροπής, της τρέλας, της αλήθειας. Ακόμα και το μίσος έχει τη λάμψη του κάποιες φορές. 
Κρατάω μυστικά από τον εαυτό μου. Τον αγαπάω, γι αυτό. Τα ανομολόγητά μου, είναι μικρές δώσεις ελευθερίας. Σα να βγαίνω στο προαύλιο της φυλακής μου, και να νομίζω πως δραπέτευσα. Λίγο, όσο ένας κόκκος ρυζιού. Αρκετό, για να μου δώσει τη γεύση του..




Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Παράξενες ιστορίες

Το τρένο σταμάτησε, η πόρτα άνοιξε και μπήκα γρήγορα μέσα, δεξιά, να προλάβω την κενή θέση που εντόπισα από το παράθυρο. Έκατσα μπροστά του.

(Η Ομόνοια σαν προοριςμός, είναι το κουτί της Πανδώρας μου. Αφού πρώτα γλυκάθηκα που βρήκα δουλειά - έστω κι υπό αντίξοες για την ψυχολογία μου στο μέλλον συνθήκες - ήρθε σύντομα η στιγμή που θα μου έδειχνε το τρομακτικά αληθινό πρόσωπό της. Πρεζάκια, πόρνες, αλλοδαποί, κλεφτρόνια, πάγκοι με εργαλεία και φτήνια, κουλούρια, βρώμα και κατάντια. Κάθε μέρα, επαναλαμβανόμενες εικόνες που λειτουργούν αποτελεσματικά σε μια συναισθηματική ακαμψία. Δε λυπάμαι, δε φοβάμαι, δεν υπάρχω εκεί. Περαστική πια, για λίγο μόνο.)

Το άρωμα του σταθμού και του τρένου, είναι σχεδόν πάντα το ίδιο.. Απλυσιά, ούρα, καυσαέρια, και ακριβά αρώματα από τον Χόντο στη γωνία.
Έχω κλείσει τ'αφτιά μου με παράσιτα, περιμένοντας να πιάσει το ραδιόφωνο στον επόμενο σταθμό. Ο ήλιος βγαίνοντας από το σκοτεινό τούνελ γύρισε τη σελίδα στην ιστορία μου. 
Σήκωσα το κεφάλι από την τσάντα που τακτοποιούσα επιμελώς το χάος μου. Τα χέρια του,γεμάτα επουλωμένες από χρόνια χαρακιές μέχρι τους αγκώνες, και λίγες φρέσκιες πληγές που είχαν αρχίσει να κλείνουν. Είχε σταυρωμένα τα χέρια ανάμεσα στα πόδια. Βερμούδα και αθλητικά, τίποτα το σπουδαίο. Σήκωσα βιαςτικά και δήθεν αδιάφορα, λίγο παραπάνω το βλέμμα, για να προσθέσω κανένα κομμάτι ακόμα στο παζλ της περιέργειάς . 
Πρόσθεσα λοιπόν, ξανθά άλουστα μαλλιά, πιασμένα όπως-όπως σ'ένα μικρό κοτσίδι, μπλε μάτια απ´ αυτά τα διάφανα που δε ξέρεις αν το φως είναι από μέσα ή απλά φωτίζονται και φαίνονται έτσι, ταλαιπωρία, μια σχετικά μεγάλη μύτη και σαρκώδη χείλη.

Κατεβάζοντας τα μάτια μου, με αφορμή να διαβάσω το μύνημα που μόλις χτύπησε στο κινητό μου, σκάλωσε το βλέμμα μου, στα σταυρωμένα χέρια. Δεν μπορεί!

Κάτω από την απλυσιά, τα νύχια του είχαν ένα κοραλί βερνίκι, πιασμένο ακόμα και πάνω στις παρανυχίδες. Όσο χρώμα είχε καταφέρει να βγάλει ξύνοντάς τα, είχε μείνει από κάτω, λες και κρυβόταν ολόκληρος πίσω από το δάχτυλό του. 
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το μύνημα. Έτσι ήθελα να πιστεύω πως φαινόμουν, ώστε να ικανοποιώ την περιέργεια μου, και προσπαθώντας να απαντήσω στα γιατί μου. Το χρώμα εκεί. Κοραλί.

Φτάνοντας στον Πειραιά, σηκώθηκα πρώτη και μάζεψα το αδιάκριτο βλέμμα μου από το ιδιότροπο εκείνο μανικιούρ. Βγήκε μετά από μένα, αλλά με προσπέρασε, με ένα βήμα χλιαρό, μισό-μισό που λέμε για το νερό: τα στραβά του πόδια είχαν μια παράξενη χάρη στις αποφασιστικές τους εναλλαγές.. Βιαζόταν να χαθεί.




Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Μια δόση σχιζοφρένεια και μια πρέζα αλάτι.

Όταν ξεχυλιζει το παράπονο, μεταμορφώνεται σε δάκρυα και μου χαλάει τη μόστρα. Αυτολύπηση στην κακόμοιρη ύπαρξή μου, και ξανά κλάμα. Κλάμα για τη μάσκαρα που μπήκε στα μάτια μου και μου έμαθε τί θα πεί πόνος, κλάμα για τις πιθανότητες που μου δίνω να πεθάνω ξαφνικά και να μην προλάβω να πω τα "σ'αγαπώ άπειρα" που νιώθω, κλάμα για την αποσύνδεση που διάλεξα μεταξύ ύλης και πνεύματος, και σκληρές εικόνες που γεννάει η φαντασία μου όταν πνίγεται στο κλάμα. 

Η καρδιά καμιά φορά, ανεβαίνει στο ρετιρέ. Και κουβαλάει μαζί της αιχμηρά σουβενίρ, που στοχεύει και καρφώνει ανάλαφρα σ' έναν κουρασμένο από τις σκέψεις αφρό σε σχήμα εγκεφάλου . 
Το κλάμα είναι γεμάτο αλάτι. Πιο απελευθερωτικό αλατόνερο κι από την ίδια τη θάλασσα. Ο καθένας με τη συνταγή του: Χαρά, πόνος, μάςκαρα, λύπη, νεύρα,κριθαράκι, φόβος.. και μια πρέζα αλάτι.



Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Χορμοβίτου 200

Κάποιοι περιμένουν υπομονετικά να περάσουν τα χρόνια. Κάποιοι άλλοι βιάζονται να μεγαλώσουν και να χάσουν την πολύτιμη αγνότητα που τους χαρίστηκε με την πρώτη τους κιόλας ανάσα. Είναι κάποιοι που δε δίνουν σημασία, ορισμένοι που στέκονται για χρόνια μαρμαρωμένοι μπροστά στη στιγμή, λίγοι που σκέφτονται, λιγότεροι ακόμα αυτοί που ζούνε. Ο μόνος εχθρός. Ο χρόνος.

Η εικόνα μου να κρατάω τα κουφώματα της πόρτας του μπάνιου στο σπίτι που γεννήθηκα, με το κεφάλι ψηλά και να σκέφτομαι στα 5 μου μόλις χρόνια, πως δε θέλω να μεγαλώσω, είναι η κρυφή μου ταυτότητα. Δεν ήθελα να μεγαλώσω. Φοβόμουν το χρόνο, αυτή την αόρατη απόσταση ανάμεσα σε μένα και την λατρεμένη μου γιαγιά. Τον χρόνο που για εκείνη έτρεχε και για μένα μόλις που μπουσούλαγε. Το χρόνο, που εκείνη την κυνηγούσε σαν αρπακτικό να τη φάει, και μαζί μου έπαιζε σαν κουτάβι.

Με φόβιζαν οι ρυτίδες, τα αφυδατωμένα χέρια, και όλα αυτά που δε μπορούσαν να κάνουν οι γιαγιάδες κι οι παππούδες. Ακόμα τα φοβάμαι, αλήθεια. Γιατι το ένα ακολουθεί το άλλο κι είναι συνέχειά του..ο χρόνος, η γέννηση, η φθορά, ο θάνατος, κι ο χρόνος πάλι..

(Δεν έχει πλάκα όλο αυτό. Όσο και να γελάω με βασανίζει και με κάνει να αισθάνομαι χαμένη.. Κανένας δε βγαίνει νικητής σε αυτό το παιχνίδι. Άλλος νωρις, άλλος αργότερα. Εθιζόμαστε στις ανάσες και τα χαμόγελα, και η ψευδαίσθηση της σκοπιμότητας και του λόγου, δίνουνε μια κάποια απόχρωση αξίας στο κενό. Κάτι σαν χρωματιστό καπνό. Τόσο ουσιαστικό.)

(Ρε γιαγιά, μου λείπεις..)

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Το κορίτσι της μαμάς

(Δε θα μπορούσα παρά να είμαι εγώ, το κορίτσι της μαμάς, η φίλη, η θαυμάστρια, της πιο απίθανης γυναίκας που έχω γνωρίσει.)

Λίγο ακόμα, και θα περάσω τη λεπτή γραμμή που ορίζει ηλικιακά την καθημερινή μου επανάληψη, υποστηρίζοντας τα εγωιστικά μου επιχειρήματα, στην τρίλεπτη απολογία (ευτυχώς η περιέργεια τους, μου επιτρέπει να υπερασπιστώ τη διαφορετικότητα μου)  στο "πώς και δεν κάνεις ένα παιδάκι?", αφού άλλο τα ξένα παιδιά κι άλλο ένα δικό σου, και τέτοιες ανάλογες ασυνάρτητες στιχομυθίες.
Ξέρω πολύ καλά μέσα μου γιατί θέλω και αποφεύγω την αναπαραγωγή.
Κάθε μέρα το νιώθω όλο και πιο βαθιά, είναι πλέον αυταπόδεικτο, δεν ψάχνω..
Είμαι απογοητευμένη από το είδος μου κι από τις συνιστώσες που με προσδιορίζουν. Δεν έχει ισορροπίσει τίποτα μέσα μου, ούτε και πρόκειται, αφού δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσωπικότητες, συμβιβάστηκαν και διασταυρώθηκαν, χωρίς καμία κοινή γραμμή για να πειραματιστούν με την παιδική μου ηλικία, και να μην ωριμάσουν ποτέ, αποτυγχάνοντας επίσης, να φέρουν ένα χρήσιμο άτομο στην κοινωνία. 
Κι ενώ ο δικός μου τσουρουφλισμένος εγκέφαλος, ψυχορραγεί προσπαθώντας να δώσει απαντήσεις και δίκιο, ένας μαλάκας πάει για ψάρεμα. Ναι. 
-Αποτάξου πάσα ευθύνη..
-Απεταξάμην ..είπε, και ζει ανάμεσά μας, απαιτώντας σεβασμό.
Αυτό-δυστυχώς- είναι το ένα από τα δυο συστατικά του DNA μου. Αυτό που θα ήθελα να καυτηριάσω και να λυτρωθώ, αυτό που έχει κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά, αυτό που δεν έχω καταφέρει να συγχωρήσω γι' αυτό που είμαι. Το μουστάκι μου λείπει για να σφραγίσει τη λέξη "ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ" σε όλες τις δυσμορφίες του κατά τα άλλα συμπαθητικού μου χαρακτήρα.

Μια αριστοκρατική σιλουέτα, με κουραστικά συμμετρική ομορφιά, ύφος ντίβας του '30 , ένας κάφρος με χιούμορ, μια αγκαλιά, μια πατέντα, μόνο και πάντα καχύποπτη. Εκείνη είναι το πιο σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή που η ίδια μου χάρισε. Δε νομίζω πως χαίρεται συχνά ή νιώθει περήφανη για μένα. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Δεν δίνω αφορμές για περηφάνια. Δίνω όμως αγάπη, όπως κι εκείνη. Κι εγώ είμαι περήφανη να είμαι το κορίτσι της.

(Δε ξέρω γιατι τα γράφω όλα αυτά, ξέρω πως δεν ήθελα να κρύβονται άλλο μέσα μου. Είναι τα ευχαριστώ και τα συγνώμη που χρωστάω, είναι που ο ρόλος του παιδιού είναι για μένα πολύ μεγάλος και σπουδαίος, και οι ενήλικες γύρω μου μυρίζουν απογοήτευση. Και μόνο η τσάντα της - με σκόρπιες στιμορολ, χύμα τσιγάρα και σπασμένο ρουζ- μυρίζει αγάπη.)



Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Ομώνυμο

Παρατήρηση στον καθρέφτη Νο1:

Η υφή της επιδερμίδας, με τα χρόνια, αλλάζει. 
Φταίει και το κάπνισμα εδώ που τα λέμε. 
Καταχρήσεις, ξενύχτια, αγωνίες, δε μπορώ να μου χρεώσω, γιατί μπροστά σε κάποιες θρυλικές μορφές ζωής και ύπαρξης της εποχής μου, η δική μου μοιάζει πρωτόζωο με ουρά.
Έχω ρυτίδες. Δεν τις βλέπω, φαίνονται. Κάνουν τα πάντα για να είναι μπροστά από μένα και να φωνάζουν διψήφια νούμερα, που προοδευτικά με σκοτώνουν. 
Φωνάζουν γελώντας. 
Βάφω τα μαλλιά μου από ανάγκη πλέον, κι όχι από άποψη κάθε εβδομάδα όπως έκανα στα 15. Και με προβληματίζει αν θέλω να ακολουθήσω τη φυσική μου οδό, ή αυτή του χάλκινου αδιέξοδου. 
Τί τονίζει λιγότερο την απελπισία της μέσης ηλικίας;

Παρατήρηση Νο 2:
Τέλος ο καθρέφτης.
Προτιμώ να συστήνομαι ως "ασώματος κεφαλή", παρά να  οδηγήσω το βλέμμα μου στη χαλάρωση και την κυτταρίτιδα παρακάτω. Είναι αυτοκτονία.
Περήφανα σημάδεψα τα γόνατα μου, σε μία ύστατη προσπάθεια ισορροπίας μεταξύ του θέλω και μπορώ. 
Αντικατοπτρισμοί και είδωλα δεν έχουν θέση πια στη ζωή μου!
(Μότο ζωής για κάποιους, για μένα απλά μια απόφαση μετά την τελευταία φορά που ζυγίστηκα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη.)

Παρατήρηση Νο 3:

Εσύ μπορεί να νιώθεις 25, η μάνα μου ληξιαρχικά συνομήλικη μου, εγώ όμως;
Δεν υπάρχει νούμερο.
Σκέφτομαι με τον ίδιο ενοχικό τρόπο, φαντασιώνομαι περιστασιακά και γεύομαι την ίδια απογοήτευση της προεφηβείας μου. 
Κάτι αρρυθμίες που νιώθω τελευταία, φωνάζουν καρδιολόγο, κι εγώ τις στολίζω σαν καρδιοχτύπια, για να αποφύγω τις συνέπειες. 
Βαφτίζω τα σπυράκια ακμή κι όχι ψυχοσωματικά, αρνούμαι τη μονοχρωμία του κορμιού μου, ασφυκτιώ μέσα στα ρούχα μου, και τα πολύχρωμα παπούτσια ήταν πάντα το φετίχ μου.
Ποιό το νόημα να μιλάω για την ηλικία μου; Την πνίγω και με πνίγει κάθε μέρα.
Κάτι μέσα μου μόνο, μεγαλώνει. 





Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Καφές, κονιάκ και γλυκό

"Άλλο η αλήθεια, άλλο η πραγματικότητα. Και άλλο η πραγματική αλήθεια."

(Φυσικά και δε διακρίνω καμία πολυπλοκότητα στη σκέψη μου. 
Η παρατηρητικότητά μου, είναι η κατάρα που ευθύνεται για τις ελάχιστες φωτεινές στιγμές πιθανής εξυπνάδας, προσαρμοσμένη σε περιβάλλον αμφιβολίας, και καλυμμένη πρακτικά με χιούμορ και δυσνόητες λέξεις. 
Κάποιες φορές, όχι πάντα..
Τις περισσότερες, αρέσκομαι να μονολογώ και να τυλίγομαι κουβάρι γύρω από τη δική μου ματαιότητα, να διαλογίζομαι σαν Ινδός γιογκίνι με άξονα τη δύναμη της αγάπης, και να βάζω το πλυντήριο πιάτων σε λειτουργία. Απλά πράγματα.
Τα κουρασμένα πρόσωπα, τα απεγνωσμένα βλέμματα, τα βαριά βήματα και τα σβησμένα χαμόγελα, είναι ο εφιάλτης μου. Και η πραγματικότητα, είναι εδώ για να μου θυμίζει την ευκολία που μας παρέχει, να ζούμε τους φόβους μας.
Από την άλλη, αξίωμα κι αλήθεια, είναι η αγάπη. Δεν την καταλαβαίνεις, δε χρειάζεται να το σκεφτείς. Κομπάρσος το μυαλό, αναδεικνύει το ταλέντο της καρδιάς να ξέρει την αλήθεια, χωρίς λέξεις, έξω από τον χρόνο και το στενό κορσέ της ύλης.)

Περπατώντας δίπλα στη θάλασσα χτές το απόγευμα, μετά την εκούσια παρουσία μας σ´ ένα προσωρινά μεγάλο αντίο, αναρωτηθήκαμε τί θα γινόταν αν ολόκληρη η ανθρωπότητα συντονιζόταν στη συχνότητα της αγάπης.
Τόσα χρόνια, πορεύεται στον αντίποδα, κόντρα στη φύση της ίδιας της ζωής. Με λάβαρο το "εγώ" και σημαία το κέρδος, να εμπορεύεται το φόβο και να πουλάει εικόνες ντροπής. 
Πού θα έφτανε; Πόσο άμεσα θα βιώναμε τα όνειρά μας; Αυτά τα απαλά, τα λίγο παστέλ, μέσα στα σύννεφα που καρφώνονται επώδυνα πάνω στο κεφάλι μας, και δεν τα βλέπουμε ποτέ, παρά χλευάζουμε αυτό το πολύχρωμο του μπροστινού μας, και του κρατάμε το χέρι μακριά, κάθε φορά που προσπαθεί να τα αγγίξει. 
Τα δικά του όνειρα. 
Ο μπροστινός μας. 
Κι ο αμέσως επόμενος από μας, τα δικά μας. 
Και κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας.
Κι αυτό είναι κάπως η πραγματική αλήθεια.
Και ντρέπομαι για λογαριασμό της.


Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Ντίλι ντίλι

(Πριν οτιδήποτε γράψω, εξομολογούμαι πως είναι η δεύτερη απόπειρά μου να "πλέξω και να κεντήσω" το μαντήλι, αφού η πρώτη χάθηκε σαν όνειρο μπροστά από τα μάτια μου, κι εμφανίστηκε η μούντζα μου μαζί με μια κραυγή "Πόσομαλάκασείμαιθέεμου!", καθώς ξέχασα να αποθηκεύσω περίπου 1000 λέξεις πριν κλείσω την εφαρμογή. Ζω ένα δράμα. Πάμε πάλι..)

Η γνωστή ιστορία.
Καψουρεμένη προκομμένη αρραβωνιάρα, αποφασίζει αξημέρωτα να φιλοτεχνήσει το εργόχειρο που προορίζεται για τον καλό της, αψηφώντας το σκοτάδι, τα ποντίκια, την πρεσβυωπία  και τα δεινά που έρχονται το ένα πίσω απ΄το άλλο. Η πρόθεσή της, αμφιβόλου προέλευσης και κατεύθυνσης. Αφού, αν όντως έχει δύναμη η πρόθεση, πόση και ποια ήταν αυτή της Κόρης που σήκωσε όλη τη τροφική αλυσίδα, τα στοιχεία της φύσης και τον Αρμαγεδώνα στο πόδι?
Πόσο επηρέασε η λαογραφική μας περιγραφή του Πόντικα με τις gourmet ανησυχίες, που τρώει φυτίλια μέσα από καντήλια, τον γάλλο Ratatouille?
Ντίλι, ντίλι, ντίλι..

Πολλές φορές έχω προβληματιστεί για τον επιμορφωτικό/παιδαγωγικό χαρακτήρα που έχουν κάποιες ιστορίες και παραμύθια για τα παιδιά. Εγώ, για παράδειγμα, αναθεωρώ τα τελευταία 15 χρόνια, τις περισσότερες από τις υποσυνείδητες διδαχές της γιαγιάς μου (την οποία λατρεύω και θα λατρεύω για πάντα όμως), και τρομάζω μπροστά στο "άρρωστο" ταλέντο που είχανε πριν πόσους αιώνες να εξηγήσουν το Φαινόμενο της Πεταλούδας με τέτοια απλοϊκή γλαφυρότητα, σπλατεριά, και προσθέτοντας την επαναληπτική μονοτονία για πλήρη απορρόφηση από  το DNA, ώστε να το έχεις πάντα πρόχειρο για την ώρα ανάγκης  που θες να κοιμήσεις την ανηψιά σου και να βγείς στο μπαλκόνι για τσιγάρο..
Ντίλι, ντίλι..

Κάτι τέτοιες περιπτώσεις,  έχουν παγκόσμια εμβέλεια , ξέρετε. Σίγουρα, κάπου στον Αμαζόνιο, ημίγυμνες ταλαιπωρημένες, θα νανουρίζουν τα μωρά τους με ανάλογες αφηγήσεις, πως δηλαδή γεννήθηκε ένα μωρό, που έκοψε ένα λουλούδι, και πόνεσε το λουλούδι, και πόνεσε και το χώμα, και μάτωσε το δέντρο, κι έκλαιγε το δάσος, κι έγινε το ποτάμι που αγκάλιασε τη θάλασσα κι έγινε σύννεφο, βροχή και πάλι μωρό ή λουλούδι, δε ξέρω..
Στην Αγγλία, κάποιοι μιλάνε για την κυρία που κατάπιε τη μύγα, και μετά κατάπιε μια αράχνη,  και μετά ένα βατράχι, και μετά το υπόλοιπο ζωϊκό βασίλειο, για να σωθεί από τη μύγα που της φταίει, αντί να μάθει να κλείνει το στόμα της..
Το πουλάκι Τσίου, το Κοκοράκι από το παζάρι, και το δικό μας το καντήλι - που τελευταία κατεβάζουμε συχνότερα- έχουν κρυμμένους κώδικες επιβίωσης και στρατηγικής. 

Μην κλέβεις. 
(Ούτε φυτίλια, ούτε πατρίδες, ούτε αξιοπρέπειες, ούτε αξίες.. 
Η Φύση έχει πάντα τον τρόπο της για να σε νουθετήσει, όχι για να σε εκδικηθεί..)


Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Curriculum Vitae

Συνηθίζω να εγκαινιάζω τις γραπτές μου  απόπειρες, προβάλλοντας μια μικρή μήκους περιγραφή του εγκεφαλικού μου περιεχομένου, και εισπράττοντας συχνά, σχόλια του τύπου: -Τί μαυρίλα είναι αυτή, πουλάκι μου;

Οκ.
Οι πολύχρωμες γιρλάντες από τα ζελέδένια μου συναισθήματα, σκλήρυναν, ξέβαψαν, και μοιάζουν πλέον με σκόρπια καμμένα ελαστικά σε βουλκανιζατέρ γωνιακό στην Κωνσταντινουπόλεως. 
Κάτω από τις φαινομενικά χαριτωμένες μου μπούκλες, κρύβονται οι κόμποι που με ταλαιπωρούνε, και με το αναρροφητικό φρενάρισμα του γέλιου μου, υψώνω φράγματα πίσω από τα μάτια μου. Υδροηλεκτρικές δυνάμεις, μετατρέπουν το κλάμα μου σε βήμα, ευαίσθητο κι αργό, σ' ενέργεια χωρίς πρόσημο. Καθαρή.

Οκ.
Πολλές φορές κάνω τους ανθρώπους δίπλα μου να γελάνε. Με τα χάλια μου, με τα χάλια τους, με τις γκριμάτσες που λατρεύω να κάνω και να γεμίζω ρυτίδες, με τα ημιτελή μου -πάντα- παράτολμα  σχέδια  απόδρασης, με τα άχρηστα ταλέντα μου και με οποιοδήποτε τρόπο σκεφτώ να γιουχάρω την πραγματικότητα. 
Δεν το λες κι εύκολο..
Αυτομαστιγώνομαι εκ γενετής. 
Έχει αποκτήσει τέτοια ελαστικότητα η σκέψη μου, που με άνεση κρεμιέται και διπλώνεται στα μονόζυγα του μυαλού μου, και φέρνει στροφές, και γυρίζει απο δώ, και τινάζεται από κει, και ισορροπεί σαν σοβιετική έφηβη ολυμπιονίκης ρυθμικής κι ενόργανης του 80, και σκάει πάντα με το κεφάλι, γεμίζοντας καρούμπαλα και πόνο.
Practice makes perfection.

(Για οτιδήποτε συμβαίνει μέσα μου, θα σας κρατάω ενήμερους)



Κάτι για το δρόμο

Αδρανής στον καναπέ του σπιτιού, σε προάστιο παραθαλάσσιο, στην πόλη που γεννήθηκα και βιοπαλεύω 40 χρόνια, στη χώρα που μιλάω τη γλώσσα της - αλλά αρνείται να μιλήσει τη δική μου - και σ' ένα κομμάτι του μπλέ πλανήτη, που οι τεκτονικές του πλάκες δε σταμάτησαν ποτέ να είναι σε πόλεμο. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ακόμα πιο συχνά, χωρίς τρόπους.
Με κάποιες λίγες στιγμές αυτοεκτίμησης , με μεγαλύτερες περιόδους κατάθλιψης, και τελευταία, με μόνιμο αίσθημα ντροπής και εσωτερικού ανακατέματος.

Αυτό είμαι.

Γένους θυληκού και γενιάς προδομένης με περιττά κιλά, χωρίς parabens, γλουτένη, λακτόζη, όνειρα κι ελπίδα.
Με διάρκεια δράσης αποκλειστικά 24 ώρες, που μου ανανεώνεται συνήθως στις 8 με 8:30 το πρωί.

Πάλι καλά να λέω..

(Σήμερα το βράδυ, μια οικογένεια δε θα κοιμηθεί. Θα προχωράει με πλαστικές σακούλες γεμάτες κουβέρτες και απελπισία, στα σύνορα του πουθενά και στα όρια της ευρωπαϊκής υποκρισίας των δήθεν χριστιανολαϊκων πρωτόγονων μισάνθρωπων. Ένα παιδί θα κουβαλάει στην πλάτη του, επαναλαμβανόμενα λάθη αιώνων της ανθρώπινης ιστορίας, που ποτέ κανένας δεν έμαθε από αυτά. Και κάθε λεπτό που περνάει, θα βάζουμε όλοι κι από ένα δράμι παραπανίσιο. Για όσο αντέξει.)