Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

Χαρές Κουμπάρα μου!

 

Ήθελα από καιρό να γράψω, αλλά διαπίστωσα πως τα δάχτυλά μου φούσκωσαν, και τα μάτια μου θόλωσαν με τα χρόνια για να μπορώ να το κάνω απλά κρατώντας το κινητό μου στο χέρι. Βλέπεις, έχω καιρό να κάνω τη διαδρομή Πειραιάς – Ομόνοια, με αυτόν το χαλαρωτικά μονότονο ήχο του τρένου, την επανάληψη των εικόνων, και τέλος τη γνώριμη μυρωδιά της κατάντιας. Είχα καιρό..

Χρόνο δεν έχω..

Κάτι έχει γίνει τελευταία, κι η γη γυρίζει πιο γρήγορα. Και γύρω από τον εαυτό της, και γύρω από τον ήλιο, και γύρω γύρω όλοι.. Το θεωρητικό εικοσιτετράωρο, νιώθω πως έχει γίνει πιο αυστηρό στις ανάγκες μου, πιο συμπυκνωμένο και ταυτόχρονα αδειάζει, λες και κάποιος το τρύπησε κρυφά για να ρουφάει τη ζωή μου.

Είμαι κατεξοχήν σκοταδόψυχη, με φωτεινό περιτύλιγμα και θορυβώδη παρουσία για να κρύβομαι αποτελεσματικά από τον εαυτό μου.

Οι ιστορίες στο κεφάλι μου πολλαπλασιάστηκαν, αλλά δε στοιχήθηκαν ποτέ. Ανακατεύονται και παγώνουν σαν αγέλαστα αγαλματάκια, που κάποιες φορές ανοίγοντας τα μάτια μου, στέκονται απειλητικά μπροστά μου και μυρίζουν την ανάσα μου, ποτέ εγώ τη δική τους.. Αγέλαστα πάντα.

Ξημερώνει κάθε αύριο όλο και πιο σκοτεινό. Καμία τέχνη δε φτάνει πια να μας παρηγορήσει. Οι μελωδίες έγιναν ήχοι, οι εικόνες θόλωσαν και πνίγηκαν στο σκούρο τους, η ποίηση πεθαίνει σε μια γωνιά αβοήθητη, με τον χορό να τη κοιτάζει μέσα από κρύσταλλα. Δεν είναι αυτό που φαντάστηκα.

Πού να χωρέσω την αγάπη, μου λες? Όπου ακουμπάς λερώνεσαι, λερώνεται η αγάπη στη μιζέρια, δεν την καθαρίζει. Πού να την χωρέσω, που μεγαλώνει και δε χωράει σε κουτιά και γαλαξίες, κι εμείς τη στριμώχνουμε σε καρδιές και λέξεις, και παραμορφώνεται μέσα σε μια στενή καθημερινότητα.

Θέλω να κουμπαριάσω με τη θάλασσα, να μου βαφτίσει όλα μου τα κύματα, και να με παντρέψει με τον βυθό.