(Ο τίτλος έρχεται στο τέλος. Ο κάθε τίτλος. Το περιεχόμενο θα τον ελευθερώσει τελετουργικά στην τελευταία λέξη, που προσπαθείς να την καρφώσεις για να ησυχάσει το μυαλό σου, καθώς αυτή χοροπηδάει μπροστά σου αλλάζοντας γράμματα, χλωμή οδαλίσκη που σε περιπαίζει με πέπλα πριν την υποταγή της.)
Ένα γκρίζο πρωινό του Μάρτη, περπάτησα δίπλα στη θάλασσα και βούτηξα μέσα μου, με όσο οξυγόνο πρόλαβα να φορτώσω.
Μέρες τριάντα, ίσως και περισσότερες, τραβάω απ'τα μαλλιά τη φαντασία μου που κολυμπάει με ασφάλεια και μπρατσάκια στα ρηχά της νερά. Και την πονάω, και την πνιγώ, και δεν βρίσκω στεριά για να τη βγάλω.
(Λέξεις που φορτώνονται την ανάγκη, μαζεύονται στη γωνία, και ξεκουράζονται φουσκώνοντας σαν το ζυμάρι, γεμίζουν ατομικές φόρμες, γαρνίρονται πολύχρωμα συναισθήματα και καμαρώνουν στη βιτρίνα μου.)