(Η Ομόνοια σαν προοριςμός, είναι το κουτί της Πανδώρας μου. Αφού πρώτα γλυκάθηκα που βρήκα δουλειά - έστω κι υπό αντίξοες για την ψυχολογία μου στο μέλλον συνθήκες - ήρθε σύντομα η στιγμή που θα μου έδειχνε το τρομακτικά αληθινό πρόσωπό της. Πρεζάκια, πόρνες, αλλοδαποί, κλεφτρόνια, πάγκοι με εργαλεία και φτήνια, κουλούρια, βρώμα και κατάντια. Κάθε μέρα, επαναλαμβανόμενες εικόνες που λειτουργούν αποτελεσματικά σε μια συναισθηματική ακαμψία. Δε λυπάμαι, δε φοβάμαι, δεν υπάρχω εκεί. Περαστική πια, για λίγο μόνο.)
Το άρωμα του σταθμού και του τρένου, είναι σχεδόν πάντα το ίδιο.. Απλυσιά, ούρα, καυσαέρια, και ακριβά αρώματα από τον Χόντο στη γωνία.
Έχω κλείσει τ'αφτιά μου με παράσιτα, περιμένοντας να πιάσει το ραδιόφωνο στον επόμενο σταθμό. Ο ήλιος βγαίνοντας από το σκοτεινό τούνελ γύρισε τη σελίδα στην ιστορία μου.
Σήκωσα το κεφάλι από την τσάντα που τακτοποιούσα επιμελώς το χάος μου. Τα χέρια του,γεμάτα επουλωμένες από χρόνια χαρακιές μέχρι τους αγκώνες, και λίγες φρέσκιες πληγές που είχαν αρχίσει να κλείνουν. Είχε σταυρωμένα τα χέρια ανάμεσα στα πόδια. Βερμούδα και αθλητικά, τίποτα το σπουδαίο. Σήκωσα βιαςτικά και δήθεν αδιάφορα, λίγο παραπάνω το βλέμμα, για να προσθέσω κανένα κομμάτι ακόμα στο παζλ της περιέργειάς .
Πρόσθεσα λοιπόν, ξανθά άλουστα μαλλιά, πιασμένα όπως-όπως σ'ένα μικρό κοτσίδι, μπλε μάτια απ´ αυτά τα διάφανα που δε ξέρεις αν το φως είναι από μέσα ή απλά φωτίζονται και φαίνονται έτσι, ταλαιπωρία, μια σχετικά μεγάλη μύτη και σαρκώδη χείλη.
Κατεβάζοντας τα μάτια μου, με αφορμή να διαβάσω το μύνημα που μόλις χτύπησε στο κινητό μου, σκάλωσε το βλέμμα μου, στα σταυρωμένα χέρια. Δεν μπορεί!
Κάτω από την απλυσιά, τα νύχια του είχαν ένα κοραλί βερνίκι, πιασμένο ακόμα και πάνω στις παρανυχίδες. Όσο χρώμα είχε καταφέρει να βγάλει ξύνοντάς τα, είχε μείνει από κάτω, λες και κρυβόταν ολόκληρος πίσω από το δάχτυλό του.
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το μύνημα. Έτσι ήθελα να πιστεύω πως φαινόμουν, ώστε να ικανοποιώ την περιέργεια μου, και προσπαθώντας να απαντήσω στα γιατί μου. Το χρώμα εκεί. Κοραλί.
Φτάνοντας στον Πειραιά, σηκώθηκα πρώτη και μάζεψα το αδιάκριτο βλέμμα μου από το ιδιότροπο εκείνο μανικιούρ. Βγήκε μετά από μένα, αλλά με προσπέρασε, με ένα βήμα χλιαρό, μισό-μισό που λέμε για το νερό: τα στραβά του πόδια είχαν μια παράξενη χάρη στις αποφασιστικές τους εναλλαγές.. Βιαζόταν να χαθεί.