Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Παράξενες ιστορίες

Το τρένο σταμάτησε, η πόρτα άνοιξε και μπήκα γρήγορα μέσα, δεξιά, να προλάβω την κενή θέση που εντόπισα από το παράθυρο. Έκατσα μπροστά του.

(Η Ομόνοια σαν προοριςμός, είναι το κουτί της Πανδώρας μου. Αφού πρώτα γλυκάθηκα που βρήκα δουλειά - έστω κι υπό αντίξοες για την ψυχολογία μου στο μέλλον συνθήκες - ήρθε σύντομα η στιγμή που θα μου έδειχνε το τρομακτικά αληθινό πρόσωπό της. Πρεζάκια, πόρνες, αλλοδαποί, κλεφτρόνια, πάγκοι με εργαλεία και φτήνια, κουλούρια, βρώμα και κατάντια. Κάθε μέρα, επαναλαμβανόμενες εικόνες που λειτουργούν αποτελεσματικά σε μια συναισθηματική ακαμψία. Δε λυπάμαι, δε φοβάμαι, δεν υπάρχω εκεί. Περαστική πια, για λίγο μόνο.)

Το άρωμα του σταθμού και του τρένου, είναι σχεδόν πάντα το ίδιο.. Απλυσιά, ούρα, καυσαέρια, και ακριβά αρώματα από τον Χόντο στη γωνία.
Έχω κλείσει τ'αφτιά μου με παράσιτα, περιμένοντας να πιάσει το ραδιόφωνο στον επόμενο σταθμό. Ο ήλιος βγαίνοντας από το σκοτεινό τούνελ γύρισε τη σελίδα στην ιστορία μου. 
Σήκωσα το κεφάλι από την τσάντα που τακτοποιούσα επιμελώς το χάος μου. Τα χέρια του,γεμάτα επουλωμένες από χρόνια χαρακιές μέχρι τους αγκώνες, και λίγες φρέσκιες πληγές που είχαν αρχίσει να κλείνουν. Είχε σταυρωμένα τα χέρια ανάμεσα στα πόδια. Βερμούδα και αθλητικά, τίποτα το σπουδαίο. Σήκωσα βιαςτικά και δήθεν αδιάφορα, λίγο παραπάνω το βλέμμα, για να προσθέσω κανένα κομμάτι ακόμα στο παζλ της περιέργειάς . 
Πρόσθεσα λοιπόν, ξανθά άλουστα μαλλιά, πιασμένα όπως-όπως σ'ένα μικρό κοτσίδι, μπλε μάτια απ´ αυτά τα διάφανα που δε ξέρεις αν το φως είναι από μέσα ή απλά φωτίζονται και φαίνονται έτσι, ταλαιπωρία, μια σχετικά μεγάλη μύτη και σαρκώδη χείλη.

Κατεβάζοντας τα μάτια μου, με αφορμή να διαβάσω το μύνημα που μόλις χτύπησε στο κινητό μου, σκάλωσε το βλέμμα μου, στα σταυρωμένα χέρια. Δεν μπορεί!

Κάτω από την απλυσιά, τα νύχια του είχαν ένα κοραλί βερνίκι, πιασμένο ακόμα και πάνω στις παρανυχίδες. Όσο χρώμα είχε καταφέρει να βγάλει ξύνοντάς τα, είχε μείνει από κάτω, λες και κρυβόταν ολόκληρος πίσω από το δάχτυλό του. 
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το μύνημα. Έτσι ήθελα να πιστεύω πως φαινόμουν, ώστε να ικανοποιώ την περιέργεια μου, και προσπαθώντας να απαντήσω στα γιατί μου. Το χρώμα εκεί. Κοραλί.

Φτάνοντας στον Πειραιά, σηκώθηκα πρώτη και μάζεψα το αδιάκριτο βλέμμα μου από το ιδιότροπο εκείνο μανικιούρ. Βγήκε μετά από μένα, αλλά με προσπέρασε, με ένα βήμα χλιαρό, μισό-μισό που λέμε για το νερό: τα στραβά του πόδια είχαν μια παράξενη χάρη στις αποφασιστικές τους εναλλαγές.. Βιαζόταν να χαθεί.




Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Μια δόση σχιζοφρένεια και μια πρέζα αλάτι.

Όταν ξεχυλιζει το παράπονο, μεταμορφώνεται σε δάκρυα και μου χαλάει τη μόστρα. Αυτολύπηση στην κακόμοιρη ύπαρξή μου, και ξανά κλάμα. Κλάμα για τη μάσκαρα που μπήκε στα μάτια μου και μου έμαθε τί θα πεί πόνος, κλάμα για τις πιθανότητες που μου δίνω να πεθάνω ξαφνικά και να μην προλάβω να πω τα "σ'αγαπώ άπειρα" που νιώθω, κλάμα για την αποσύνδεση που διάλεξα μεταξύ ύλης και πνεύματος, και σκληρές εικόνες που γεννάει η φαντασία μου όταν πνίγεται στο κλάμα. 

Η καρδιά καμιά φορά, ανεβαίνει στο ρετιρέ. Και κουβαλάει μαζί της αιχμηρά σουβενίρ, που στοχεύει και καρφώνει ανάλαφρα σ' έναν κουρασμένο από τις σκέψεις αφρό σε σχήμα εγκεφάλου . 
Το κλάμα είναι γεμάτο αλάτι. Πιο απελευθερωτικό αλατόνερο κι από την ίδια τη θάλασσα. Ο καθένας με τη συνταγή του: Χαρά, πόνος, μάςκαρα, λύπη, νεύρα,κριθαράκι, φόβος.. και μια πρέζα αλάτι.



Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Χορμοβίτου 200

Κάποιοι περιμένουν υπομονετικά να περάσουν τα χρόνια. Κάποιοι άλλοι βιάζονται να μεγαλώσουν και να χάσουν την πολύτιμη αγνότητα που τους χαρίστηκε με την πρώτη τους κιόλας ανάσα. Είναι κάποιοι που δε δίνουν σημασία, ορισμένοι που στέκονται για χρόνια μαρμαρωμένοι μπροστά στη στιγμή, λίγοι που σκέφτονται, λιγότεροι ακόμα αυτοί που ζούνε. Ο μόνος εχθρός. Ο χρόνος.

Η εικόνα μου να κρατάω τα κουφώματα της πόρτας του μπάνιου στο σπίτι που γεννήθηκα, με το κεφάλι ψηλά και να σκέφτομαι στα 5 μου μόλις χρόνια, πως δε θέλω να μεγαλώσω, είναι η κρυφή μου ταυτότητα. Δεν ήθελα να μεγαλώσω. Φοβόμουν το χρόνο, αυτή την αόρατη απόσταση ανάμεσα σε μένα και την λατρεμένη μου γιαγιά. Τον χρόνο που για εκείνη έτρεχε και για μένα μόλις που μπουσούλαγε. Το χρόνο, που εκείνη την κυνηγούσε σαν αρπακτικό να τη φάει, και μαζί μου έπαιζε σαν κουτάβι.

Με φόβιζαν οι ρυτίδες, τα αφυδατωμένα χέρια, και όλα αυτά που δε μπορούσαν να κάνουν οι γιαγιάδες κι οι παππούδες. Ακόμα τα φοβάμαι, αλήθεια. Γιατι το ένα ακολουθεί το άλλο κι είναι συνέχειά του..ο χρόνος, η γέννηση, η φθορά, ο θάνατος, κι ο χρόνος πάλι..

(Δεν έχει πλάκα όλο αυτό. Όσο και να γελάω με βασανίζει και με κάνει να αισθάνομαι χαμένη.. Κανένας δε βγαίνει νικητής σε αυτό το παιχνίδι. Άλλος νωρις, άλλος αργότερα. Εθιζόμαστε στις ανάσες και τα χαμόγελα, και η ψευδαίσθηση της σκοπιμότητας και του λόγου, δίνουνε μια κάποια απόχρωση αξίας στο κενό. Κάτι σαν χρωματιστό καπνό. Τόσο ουσιαστικό.)

(Ρε γιαγιά, μου λείπεις..)