(Έχω κάψει πολλές λέξεις μαζί με το χλωρό μου μυαλό. Όχι για να με ζεστάνουν, αλλά για να σταματήσουν να σαπίζουν μέσα μου. Καλύτερα στάχτες και καπνοί και τίποτα μετά..)
Για ποιά κανονικότητα θες να μιλήσουμε? Εκείνη πίσω ή αυτή που φαίνεται στο βάθος? Γιατι όποια και να κάτσει μπροστά μου, θα τη φτύσω στα μούτρα.
Καμία από τις δυο δεν έχει προοπτική. Μονοδιάστατες κι άνοστες, με μικρές διαφορές κι εξαιρέσεις. Θες η όπισθεν που είχε μικρότερη απόσταση και κάνα δυο επαφές παραπάνω, θες η άλλη με μια ανάγκη ελευθερίας λίγο πιο φουσκωμένη.. Κι οι δυο όμως, οκαζιόν απ' το καλάθι στην αμερικάνικη αγορά: περασμένη σεζόν, φραμπαλάδες και κακογουστιά υπερατλαντικής προέλευσης.
Τη στιγμή που έστριψα το τιμόνι , κατάλαβα πως δεν υπάρχει μέλλον. Μιλούσα σε χρόνο ενεστώτα και με διόρθωνα, κάποιες φορές μεγαλόφωνα, κάποιες άλλες πνιχτά, μες το κεφάλι μου: στο εδώ και στο τώρα!
Κι επέζησα. Και ζούσα κάθε μέρα. Και δεν είχα ανάγκη κανένα μέλλον και κανένα σχέδιο. Δούλευαν όλα με ακρίβεια, σχεδιασμένα υπερεαλιστικά και σχεδόν ρομαντικά, με χρώματα και σχήματα πολύπλοκα, αλληλεπιδρώντας στις ανάγκες μου καταλυτικά. Απλά. Και μάντεψε: καμία κανονικότητα δε λειτουργούσε. Στον παρόντα χρόνο, η ζωή είναι αντικανονική. Πάει κόντρα σε όλο αυτό που οι περισσότεροι θέλουν να κρατάνε σφιχτά στο χέρι τους (και το βγάζουν βόλτα σαν τετράχρονο στην Ερμού.. ). Αγκαλιασμένοι με την ασφάλεια, φουσκωμένες τσέπες με σιγουριά και μια βαλίτσα δεδομένα για το δρόμο. Έχει πλάκα τελικά..
(Περπατάμε ολόγυμνοι και μόνοι μας, και κοροϊδευόμαστε κανονικά μεταξύ μας. Κι αν κάποιος από μας βρεί την παλάμη που θέλει να ιδρώσει με τη δική του και να τυλιχτούνε μέσα σ' ένα χαρτόκουτο σε μια γωνιά της Ερμού χωρίς να χαζεύουν τις άδειες βιτρίνες, έτσι απλά για να κοιτάζονται στα μάτια και να βουτάνε ο ένας στα σκοτάδια του άλλου, θα τους πετάνε ψιλά και θα τους αφήνουν τ΄αποφάγια τους για να μη χαθούνε στο περιθώριο των επιλογών τους.)