Δεν έχει κανένα νόημα η βόλτα στις 9 το βράδυ.. Μάλλον ούτε και στις 9 το πρωί.. Η βόλτα γενικά δεν έχει νόημα..
Έχει γεμίσει το σύμπαν ησυχία, και η φαντασία έχει πολλούς διαδρόμους να την περπατήσεις..
Κυριακή, δεκαπενταύγουστος, που η Αθήνα αδειάζει και γίνεται παράδεισος, έτσι έμοιαζε απόψε το βράδυ..
(Έμοιαζε και με εκείνο το εργοστάσιο, που γέμισε σκουριά και φως μες στα χαλάσματα του, και το μόνο που ξεχώριζε στις ευθείες, ήταν ένα μεγάφωνο στρογγυλό, που κάποτε ανακοίνωνε κι έδινε οδηγίες. Και τώρα απλά υπάρχει.)
Κοιτώντας αδιάκριτα πίσω από τις τζαμαρίες, λίγοι κρύβονται πίσω από κουρτίνες πια.. Έχουμε αφήσει την ιδιωτικότητα στην άκρη, και βάλαμε μπροστά ένα "μαζί" ν'αναβοσβήνει και να στέλνει σήματα για επικοινωνία..
Κοιτάζω τις χειρονομίες, τις αποστάσεις στους καναπέδες, τις γάτες που κυκλοφορούν και σφυρίζουν αδιάφορα στη Βασιλίσσης Σοφίας, τις βιτρίνες που πρόλαβαν να στολίσουν μια άνοιξη και προφητικά να φωνάζουν "ΤΕΛΕΥΤΑΊΟ ΔΕΚΑΉΜΕΡΟ".
Εκεί που κανένας δεν είχε χρόνο, ήρθε η μέρα που ο χρόνος είναι το μόνο που έχουμε..και παίζουμε μαζί του.. Πετάμε τη μπάλα από πάνω του, και πιστεύουμε πως δε θα καταφέρει να τη πιάσει.. Θα είναι για πάντα το κορόιδο.. Μέχρι που ψηλώνει, και μας επιστρέφει τις πάσες με περισσοτερη δύναμη από αυτή που νομίζαμε πως είχαμε.. Ποιος είναι τώρα το κορόιδο;
Δε θέλω να ξαναβγω από το σπίτι. Ούτε τα μάτια μου ανοιχτά θέλω να χω. Να πω στο μυαλό μου πως είναι εφιάλτης, θελω, σαν εκείνον που είδα πριν λίγο καιρό κι έπαιρνα τη μάνα μου τηλέφωνο κάθε μία ώρα να με καθησυχάζει διαβάζοντας κάθε φορά κι άλλη ερμηνεία από ονειροκρίτες και καζαμίες μέχρι να βρω την κατάλληλη στα μέτρα μου.
Κι αυτό που με τρομάζει περισσότερο και πιο πολύ απ' όλα, είναι πως θα το συνηθίσουμε όλο αυτό. Γιατί όλα συνηθιζονται τελικά. Κι όλα κόβονται. Κι όλα σταματάνε.
(Δε ξέρω αν ειμαι σε απομόνωση, ή τώρα βγαίνω από αυτή)