Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Θερινή κατασκήνωση

Ονειρεύομαι το κρεββάτι μου γεμάτο λουλούδια
Και ύπνο βαθύ 
Σε στρώμα συννεφένιο 
Μυαλό καθαρό χωρίς σκέψεις 
Καρδιά καθαρή χωρίς πληγές 
Μάτια κλειστά και πίσω όλα 
Με δροσιά που ζητάει σεντόνι το καλοκαίρι 
Κι όρεξη για φρούτο στη γεύση του ξυπνήματος.. 
Φιλί στο μάγουλο και χαμόγελο δως μου.. 
Και θα ονειρευτώ μια ζωή από Σεπτέμβρη 

Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Κράτα με

(Έχω κάψει πολλές λέξεις μαζί με το χλωρό μου μυαλό. Όχι για να με ζεστάνουν, αλλά για να σταματήσουν να σαπίζουν μέσα μου. Καλύτερα στάχτες και καπνοί και τίποτα μετά..)

Για ποιά κανονικότητα θες να μιλήσουμε? Εκείνη πίσω ή αυτή που φαίνεται στο βάθος? Γιατι όποια και να κάτσει μπροστά μου, θα τη φτύσω στα μούτρα.
Καμία από τις δυο δεν έχει προοπτική. Μονοδιάστατες κι άνοστες, με μικρές διαφορές κι εξαιρέσεις. Θες η όπισθεν που είχε μικρότερη απόσταση και κάνα δυο επαφές παραπάνω, θες η άλλη με μια ανάγκη ελευθερίας λίγο πιο φουσκωμένη.. Κι οι δυο όμως, οκαζιόν απ' το καλάθι στην αμερικάνικη αγορά: περασμένη σεζόν, φραμπαλάδες και κακογουστιά υπερατλαντικής προέλευσης.
Τη στιγμή που έστριψα το τιμόνι , κατάλαβα πως δεν υπάρχει μέλλον. Μιλούσα σε χρόνο ενεστώτα και με διόρθωνα, κάποιες φορές μεγαλόφωνα, κάποιες άλλες πνιχτά, μες το κεφάλι μου: στο εδώ και στο τώρα! 
Κι επέζησα. Και ζούσα κάθε μέρα. Και δεν είχα ανάγκη κανένα μέλλον και κανένα σχέδιο. Δούλευαν όλα με ακρίβεια, σχεδιασμένα υπερεαλιστικά και σχεδόν ρομαντικά, με χρώματα και σχήματα πολύπλοκα, αλληλεπιδρώντας στις ανάγκες μου καταλυτικά. Απλά. Και μάντεψε: καμία κανονικότητα δε λειτουργούσε. Στον παρόντα χρόνο, η ζωή είναι αντικανονική. Πάει κόντρα σε όλο αυτό που οι περισσότεροι θέλουν να κρατάνε σφιχτά στο χέρι τους (και το βγάζουν βόλτα σαν τετράχρονο στην Ερμού.. ). Αγκαλιασμένοι με την ασφάλεια, φουσκωμένες τσέπες με σιγουριά και μια βαλίτσα δεδομένα για το δρόμο. Έχει πλάκα τελικά..

(Περπατάμε ολόγυμνοι και μόνοι μας, και κοροϊδευόμαστε κανονικά μεταξύ μας. Κι αν κάποιος από μας βρεί την παλάμη που θέλει να ιδρώσει με τη δική του και να τυλιχτούνε μέσα σ' ένα χαρτόκουτο σε μια γωνιά της Ερμού χωρίς να χαζεύουν τις άδειες βιτρίνες, έτσι απλά για να κοιτάζονται στα μάτια και να βουτάνε ο ένας στα σκοτάδια του άλλου, θα τους πετάνε ψιλά και θα τους αφήνουν τ΄αποφάγια τους για να μη χαθούνε στο περιθώριο των επιλογών τους.)



Tabula Rasa


"Τα κτίρια.." λέει, "μας ορίζουν και τα ορίζουμε.."
Πλέον τα κτίρια μας ορίζουν.. Εμείς δεν ορίζουμε τίποτα.. Ούτε το χρόνο, ούτε τον τόπο, ούτε κύτταρο πάνω μας.. Όλα είναι υπό έλεγχο, σίγουρα όχι δικό μας..

(Αυτές οι κολώνες μου προκαλούσαν κάτι παραπάνω από δέος, πάντα. Παρατηρώντας από το βρώμικο τζάμι της πόρτας του 040, λίγο πριν σταματήσει, κάτι ωθούσε το δεξί μου χέρι να σηκωθεί, να σφίξω τρία δάχτυλα και να τα ακουμπήσω στο μέτωπο, ξεκινώντας ασυνείδητα την ιερά συμβολική μίμηση, χωρίς όμως το αμήν στο τέλος. Δεν ήξερα γιατί.. ακόμα δεν ξέρω..)

Η Μπεσάρα, είχε μια μαγική ιδιότητα στα μπλέ της μάτια : Κατεδάφιζε και ισοπέδωνε τα πάντα - νεόδμητα ή νεοκλασσικά ερείπια, δεν είχε σημασία -και αναφωνούσε "Ωραίο Οικόπεδο!"
Δεν είχε δεί ποτέ ωραίο σπίτι. Καμία πόρτα δεν ήταν αρκετή, κανένας αρχιτέκτονας, κανένας μάστορας δεν έφτασε να αγγίξει ποτέ την ευαίσθητη χορδή της αισθητικής ή της ζήλιας της. Δεν είχε και δεν ήθελε. Θαύμαζε όμως ό,τι έμενε όρθιο από την απαλλοτρίωση: Τον Αέρα..

Τον πολύτιμο Αέρα που έγραφαν στο μισοαδικημένο παιδί της κληρονομικής μοιρασιάς - ή και στο ευνοούμενο, δε ξέρω - για να σηκώσει οικοδομή κι ανάστημα, όταν ο καιρός του τα φέρει βολικά, πράγμα που κάποιες φορές  δεν ευδοκιμούσε, και είχε απλά το κλειδί σαν πληρεξούσιος της ταράτσας κι άρχων του απλώματος. Έχω ακούσει επίσης ιστορίες που κληρονομούσαν Αέρα επί Αέρα, για να χτίσεις εσύ δλδ, θα έπρεπε να έχει προηγηθεί το αδέρφι, διότι ως γνωστόν κάπου πρέπει να το στηρίξεις όλο αυτό και όχι σε αέρα..

(Κι ήρθε ο δίσεκτος ο χρόνος, με τον "κατ'οίκον περιορισμό" για το καλό όλων μας, για την απόστροφή της συναναστροφής - καλής, κακής..λίγο με νοιάζει - και με τρομοκρατία σπάταλη, να ξεχειλίζει από στόματα, και κανάλια και πληροφορίες, και κανένα κτίριο δεν εμπνέει δέος.
Καμία κουβέντα δε ξεκινάει στο δρόμο με αφορμή ένα τσιγάρο. Κανένας καφές κερασμένος, καμία ματιά, καμία γεύση. Για όσο..)

(Είχες δίκιο για το οικόπεδο. Το μόνο που έχει αξία. Όλα τ΄άλλα..αντιπαροχή.)



Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

2020-Α

Δεν έχει κανένα νόημα η βόλτα στις 9 το βράδυ.. Μάλλον ούτε και στις 9 το πρωί.. Η βόλτα γενικά δεν έχει νόημα.. 
Έχει γεμίσει το σύμπαν ησυχία, και η φαντασία έχει πολλούς διαδρόμους να την περπατήσεις..
Κυριακή, δεκαπενταύγουστος, που η Αθήνα αδειάζει και γίνεται παράδεισος, έτσι έμοιαζε απόψε το βράδυ.. 
(Έμοιαζε και με εκείνο το εργοστάσιο, που γέμισε σκουριά και φως μες στα χαλάσματα του, και το μόνο που ξεχώριζε στις ευθείες, ήταν ένα μεγάφωνο στρογγυλό, που κάποτε ανακοίνωνε κι έδινε οδηγίες. Και τώρα απλά υπάρχει.) 
Κοιτώντας αδιάκριτα πίσω από τις τζαμαρίες, λίγοι κρύβονται πίσω από κουρτίνες πια.. Έχουμε αφήσει την ιδιωτικότητα στην άκρη, και βάλαμε μπροστά ένα "μαζί" ν'αναβοσβήνει και να στέλνει σήματα για επικοινωνία..
Κοιτάζω τις χειρονομίες, τις αποστάσεις στους καναπέδες, τις γάτες που κυκλοφορούν και σφυρίζουν αδιάφορα στη Βασιλίσσης Σοφίας, τις βιτρίνες που πρόλαβαν να στολίσουν μια άνοιξη και προφητικά να φωνάζουν "ΤΕΛΕΥΤΑΊΟ ΔΕΚΑΉΜΕΡΟ".
Εκεί που κανένας δεν είχε χρόνο, ήρθε η μέρα που ο χρόνος είναι το μόνο που έχουμε..και παίζουμε μαζί του.. Πετάμε τη μπάλα από πάνω του, και πιστεύουμε πως δε θα καταφέρει να τη πιάσει.. Θα είναι για πάντα το κορόιδο.. Μέχρι που ψηλώνει, και μας επιστρέφει τις πάσες με περισσοτερη  δύναμη από αυτή που νομίζαμε πως είχαμε.. Ποιος είναι τώρα το κορόιδο; 
Δε θέλω να ξαναβγω από το σπίτι. Ούτε τα μάτια μου ανοιχτά θέλω να χω. Να πω στο μυαλό μου πως είναι εφιάλτης, θελω, σαν εκείνον που είδα πριν λίγο καιρό κι έπαιρνα τη μάνα μου τηλέφωνο κάθε μία ώρα να με καθησυχάζει διαβάζοντας κάθε φορά κι άλλη ερμηνεία από ονειροκρίτες και καζαμίες μέχρι να βρω την κατάλληλη στα μέτρα μου. 
Κι αυτό που με τρομάζει περισσότερο και πιο πολύ απ' όλα, είναι πως θα το συνηθίσουμε όλο αυτό. Γιατί όλα συνηθιζονται τελικά. Κι όλα κόβονται. Κι όλα σταματάνε. 

(Δε ξέρω αν ειμαι σε απομόνωση, ή τώρα βγαίνω από αυτή) 


Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

|ανεμομαζώματα|

(Από κάπου μπάζει άνοιξη.. Έρχονται και μου τρυπάνε τ αφτιά τιτιβίσματα, φώτισε λίγο παραπάνω η μέρα.. Ψιλά γράμματα, αλλά γράμματα.. Κάτι λένε..)


Είχε μαυρίσει από τον Αύγουστο κι έβρεχε μέσα μου. 
Μια μπόρα που δεν έλεγε να σταματήσει.. Σαν τις βροχές του μουσώνα, που βράζει το νερό αγγίζοντας το χώμα.. Ατελείωτο έμοιαζε. Άρρωστο.. Αυτό το κιτρινόμαυρο πέπλο πάνω σε όλα. Που κάνει τις παιδικές κούνιες να κλαίνε και να θυμίζουν θρίλερ.. Λες και τις κουνάει ένα αόρατο χέρι.. Κι ακούς τα γέλια και τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν εκεί όλο το καλοκαίρι. Μέρα-νύχτα.. Πότισαν τα ξύλα και οι αλυσίδες γέλια.. Και τώρα τα ίδια γέλια σε τρομάζουν. Και η χαρά έγινε φόβος. Ατελείωτος.. Θα ξημερώσει ποτέ ο ήλιος; ή τον κατασπαραξαν τ' αχόρταγα σύννεφα;

(Κάθεται ήσυχος και με κοιτάει, πιο αλήθεια από το φως δεν έχει.. Περιμένει να φυσήξω εγώ τα σύννεφα μου.. Εισπνοή..) 
(Απόψε ονειρεύτηκα πως οδηγούσα κατακόρυφα και με πήρε λίγο πίσω.. Όπισθεν, κι από άλλο δρόμο.. Δεν παίζεις με την ασφάλεια!) 

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

παρεξήγηση

("Θα σε πάρει και θα σε σηκώσει" ήταν μια συχνή, και πρακτικά απίθανη απειλή, πρώτον γιατί από τα τρία και μετά δε με σήκωνε κανείς ούτε σε περίπτωση ανάγκης, κατά δεύτερον ΚΑΙ; 
Και τι θα γίνει αν με σηκώσει; 
Θα βλέπω από ψηλά περισσότερα πράγματα, θα κουβαλάει κάποιος άλλος το βάρος μου, θα φτάσω επιτέλους τα κρεμαστάρια που στολιζα όλα μου τα χρόνια.. Γιατί να είναι κακό; γιατί να μην είναι το ζητούμενο; γιατί πρέπει να φοβηθω;)

Κι εκεί που έχεις φτάσει να ονειρεύεσαι ανθισμένες κερασιές και παραλίες με ψιλή άμμο και γαλάζια νερά και αχνιστούς καφέδες σε καταφύγιο σε χιονισμένο δάσος παραδίπλα από μια συναυλία που τραγουδάς πιο δυνατά από τον επί σκηνής καλλιτέχνη και αυτοαποθανατήζεσαι αλλεπάλληλα μπροστά από κάθε φυσικό και τεχνητό θαύμα του σύγχρονου κόσμου και όχι, σκάει στα χέρια σου βόμβα μεγατόνων και σε γκρεμοτζακίζει, και σε φέρνει κάτω, συναισθηματικά ακρωτηριασμένο και πνευματικά τραυματία. Βαριά.

(θέλω να με πάρεις και να με σηκώσεις, ακούς;) 

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

αισιόδοξο μήνυμα

(Έχει γεμίσει το κεφάλι μου, και δεν έχει πλέον χώρο να ανακατέψω.. Προσπαθώ να το αδειάσω, και δε χωράνε ούτε να βγουν από μέσα. Σπάω χαρτόκουτα, και γεμίζω σακούλες άχρηστα κι αχρείαστα υπολείμματα ζωής. Κάπου εδώ είχα βάλει τον αναπνευστήρα.. Κάτσε λίγο..)

Κι εκεί που κάθε βήμα μοιάζει γιγάντιο και τεράστιο, και κάθε εμπειρία μοναδική, και θες να γεμίσεις τ'αφτιά των φίλων σου με τις εικόνες που φόρτωσες τα μάτια σου, εκεί ακριβώς καταλαβαίνεις πως η εξίσωση Ζωής-Χρόνου είναι πιο δύσκολη απ' όσο νόμιζες, κι εσύ πολύ μικρότερος από το τίποτα για να έχει αξία η περιπέτεια, ενώ την ίδια στιγμή έχεις γίνει χρυσελεφάντινο άγαλμα στο ναό της αγάπης, και λατρεύεσαι με τελετουργικά και δόξα, και πάλι γυρίζεις στην έρημο που δεν είσαι ούτε καν κόκκος, παρά είσαι αέρας που τρέχει και κουβαλάει μαζί του σκουπίδια και μυρωδιές και δεν κουράζεται να σταματήσει πουθενά.

(βουαλά).

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

δεύτερο

(Δε νομίζω πως η πρόληψη είναι καλύτερη από την θεραπεία.. προτιμώ τον πόνο από τον φόβο. Η διάρκεια του είναι σίγουρα μικρότερη. Κι οταν φτάνεις στο τέλος, έχεις δυναμώσει. Έστω. Ο φόβος αλλοιώνει. Δε ζεις τίποτα ολόκληρο. )

Τροχόσπιτο. Να το πηγαίνεις όπου θες και να αλλάζει η εικόνα από το παράθυρο το πρωί που ξυπνάς. Και να μη λατρεύεις κανένα δέντρο και κανέναν τοίχο. Να ανοίγεις τα μάτια και να γεμίζεις ήλιους μέσα σου. Να κυνηγάς το καλοκαίρι, και να προβάλλεται η ζωή σε fast forward. 
(.. και να μη χρειάζεται να βλέπεις εφιάλτες κι ενοχές όταν κλείνεις τα μάτια σου το βράδυ. Να ξεπλένεις τη ψυχή σου κάθε νύχτα με συγχώρεση και να ονειρεύεσαι ταξίδια. Ζωή το λένε στο χωριό μου.) 

(Ακόμα δεν έχω καταλάβει αν η ζωή κάνει κύκλους ή ζιγκ ζαγκ. Αν το κάρμα έχει υπόσταση, είναι ένα cover στο τραγούδι που διάλεξες να πεις. Το παίρνεις πίσω κάθε φορά.. Θα σέβεστε..) 

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020

πρώτο

Λέω να κάνω τις απογοητεύσεις μου προορισμούς για κουτσά όνειρα.
Να τα μαζέψω και να τα στείλω εκεί να παραθεριζουν όλο το χρόνο, καθισμένα σε παράταξη, να κοιτάνε τη θάλασσα που είχε μόνο πήγαινε κι έλα χωρίς ταξίδια. 
Πορθμεία, όχι λιμάνια. 
Δε χώρεσαν μεγάλα καράβια.. 
Δεν ήταν για βαθιές θάλασσες. 
Έξω έξω και στα ρηχά, να πατώνουν, τόσο που στο τέλος βούλιαξαν στη λάσπη. 
Θα βάλω σημαίες και θα τις βαφτίσω, με ονόματα οικεία, που μάλλιασε η γλώσσα μου να λέω, να λέω, να λέω και να ξαναλέω, και πινακίδες απαγορευτικες μέσα σε κόκκινα πλαίσια. 
Και θα βγάλω τα παπούτσια μου, και τα ρούχα μου, και θα βουτηξω αντίθετα, να πάω εκεί που ακούγεται μουσική ξανά, κι είναι τα δέντρα ριζωμενα στη θάλασσα και τα ψάρια κολυμπάνε ανάσκελα για να χαζεύουν τα πουλιά στα κλαδιά τους που φτάνουν στον ουρανό. Εκεί θα πάω. Θα δεις.