(Τους παρακολουθώ από απόσταση, διακριτικά κι επίμονα πολλές φορές. Συγγενείς, άγνωστοι, αλλοδαποί, αγχωμένοι, όλοι μπροστά μου σκυμμένοι και καχύποπτοι. Με κοινά, με διαφορές, ο καθένας την αγωνία του και λίγη περιέργεια. Με φωνές παράτερες, με χέρια λιγοτερο βρώμικα από τις σκέψεις μου, ακολουθούμε ακίνητοι την ίδια πορεία, για να φτασουμε ο καθένας αλλού.
Ειχα καιρό να παρω το τρένο.)
Πήγαινα και στεκομουν πισω απο τον παππού μου οταν διάβαζε εφημερίδα, από τη γιαγιά μου ενώ έπλεκε, πισω από κάθε άνθρωπο που φορούσε γυαλιά.
Ακόμα και τώρα, θα ρίξω μια κλεφτή ματιά αν μου δωθεί η ευκαιρία και η σωστή θέση - πισω και στο πλαϊ - και θα προσπαθησω να δω αυτες τις μαγικές -μακρινές συνήθως - εικόνες, που φτανουν στα μάτια των άλλων.
Πίστευα επίσης, πως τα ματια μου βλέπουν τα πάντα φωτεινά, και περισσότερο πράσινα, απ' οσο ειναι για τους άλλους. Στα πέντε μου. Και χτες, επίσης.
(Σου φτάνει; Αυτό που ζεις, είναι αρκετό; Είναι δικό σου; Σε ποιόν σταθμό κατεβαίνεις; Θυμάσαι τον προορισμό σου, ή ξεχάστηκες και κοιμηθηκες στο πλευρό ενός άγνωστου;)