Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Συνέχεια

(Είναι ο διάφανος γείτονας του διπλανού διαμερίσματος, αυτός που σπάνια συναντάς, ενώ τον βλέπεις κάθε μέρα, που μοιάζει με υδατογράφημα πάνω σε κάθε αποτύπωση των εικόνων που μουτζουρώνεις την κενή σου καθημερινότητα. Αυτός ο τύπος με τη τσάντα και το λερωμένο παντελόνι.)

Καθηλωμένος ακόμα στο κρεββάτι, αρνείται να βοηθήσει τα μάτια του ν' ανοίξουν. Παραμένει εκεί, νευρικά στατικός και σκεπασμένος μέχρι τη μύτη.
Θέλει λίγο από τον χρόνο.
Κάποιος να του δώσει, απ' αυτόν τον χρόνο που δεν έχει καρφιά. Που γλιστράει, και πέφτει γελώντας σαν μωρό, και σηκώνεται για να συνεχίσει το πατινάζ του. Από αυτόν που έχει χρωματιστούς λεκέδες στη μνήμη, κι όχι λαδιές που δεν καθαρίζουν ποτέ από τον πόνο. Τον χρόνο με τα τραγούδια, και τους φίλους..τον όμορφο χρόνο.
Για εκείνον, η ώρα είναι απλά ένα ακόμα όνομα για την αγωνία. Από την αρχή της, μέχρι το τέλος της. Τα έχει χώρεσει όλα στην ώρα:
07:00 ξυπνητήρι
07:08 (σηκώνεται)
07:10 (φτιάχνει καφέ)
07:15 (τουαλέτα)
07:32 (ντουζ)
07:45 (βουρτσίζει δόντια)
07:50 (ντύνεται)
08:00 (φτάνει στην πόρτα)
..και καταλαβαίνει πως δεν ήπιε καφέ, κλείνοντας, καθώς τρέχει να προλάβει το λεωφορείο.
Σχεδόν πάντα.
(Οι φορές που θα πιεί τον καφέ, είναι εκείνες που θα πεταχτεί από τον εφιάλτη του - πως τον κυνηγούν καγκουρό είναι ο συνηθέστερος - και θα φτιάξει έναν, για παρέα στις πέντε.)

- Καλημέρα, ενα. Ευχαριστώ.
Στην επανάληψη αισθάνεται ασφαλής. Και κάποιες φορές χαρούμενος, σαν τα παιδιά που χοροπηδάνε στο τραμπολίνο, χωρίς ιδιαίτερες φιγούρες, απλά για να ανακατευτεί το κεφάλι τους, και να φτάσουν λίγο πιο ψηλά..

(Είχε πάρει τις αποφάσεις του.
Είχε διαλέξει
Και ήταν αφοσιωμένος.)

Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

- Καλημερα, ενα. Ευχαριστώ.

Τραβολογούσε το κορμί του εκεί κι εδώ, και λίγο πιο πέρα, μαζί με την παραγεμισμένη του τσάντα και το άδειο του βλέμμα. Σκοτείνιαζε, κάτω από τον ίδιο Ήλιο μ' εκείνον που γεννήθηκε και τον άφησε να μαραθεί νωρίς. Ζέστη μέσα έξω, φως πουθενά..
Είχε πάρει τις αποφάσεις του.
Είχε διαλέξει.
Κι ήταν αφοσιωμένος και σιγουρος.

Η απουσία της πρώτης ώρας ήταν ο εφιάλτης του από το σχολείο. Τα ξυπνητήρια δεν τα εμπιστευόταν, από τον καιρό του κουρδίσματος (ποιος επενδύει άλλωστε σε γρανάζια; Οι μπαταρίες, δε, τελειώνουν χωρίς προειδοποίηση). Η αφύπνιση στο κεφάλι του, ανά μία ώρα, τον είχε αφήσει αυπνο χρόνια τώρα.
Γραμμή παραγωγής καφέ, μπάνιο, ντύσιμο, είχε αγγίξει τη δική του ελευθερία πια: τα έκανε όλα χωρίς να κοιτάζει τον αριστερό του καρπό. Και ήταν τυπικός και ακριβής, να κλειδώνει την καρδιά του σπίτι, και να βγαίνει από την πόρτα του, υπακούοντας τη λογική ντυμένη Λοχία, κι ένα "πρέπει" κοντόχοντρο Στρατηγό.

-Καλημερα, ένα. Ευχαριστώ.

Οι τρεις πρώτες και μοναδικές λέξεις που μοιραζόταν με τον κουλουρά, κάθε μέρα εδώ και χρόνια, που πλέον του έδινε το χάρτινο σακουλάκι με το κεφάλι γυρισμένο, να μιλάει με τον περιπτερά κουμπάρο του για το Σαββατοκύριακο στη Σαλαμίνα.
Δευτέρα με Παρασκευή: κουλούρια 5.

(Αυτό το σαββατοκύριακο, ήταν αυτό που δεν άντεχε. Τη σιωπή, τη μοναξιά του. Την παλινδρόμηση του "καλημέρα", αφού δεν είχε ούτε λουλούδι στο διαμέρισμα του για να το μοιραστεί.
Καθόταν κι έκλαιγε μόνος του μπροστά στον καθρέφτη, κι έβλεπε έναν άλλο, που του θύμιζε τον εαυτό του, και λίγο τον λυπόταν. Κι άκουγε πάλι τα προστάγματα από τον Στρατηγό, κι έτρεχε να προλάβει - χωρίς ρολόϊ αυτές τις δύο μέρες - για να βγάλει απ' το υπόγειο την καρδιά του, που την αφήνει νηστική εδώ και χρόνια, και τελευταία του παραπονιέται πως κουράστηκε να τον περιμένει..)