(Είναι ο διάφανος γείτονας του διπλανού διαμερίσματος, αυτός που σπάνια συναντάς, ενώ τον βλέπεις κάθε μέρα, που μοιάζει με υδατογράφημα πάνω σε κάθε αποτύπωση των εικόνων που μουτζουρώνεις την κενή σου καθημερινότητα. Αυτός ο τύπος με τη τσάντα και το λερωμένο παντελόνι.)
Καθηλωμένος ακόμα στο κρεββάτι, αρνείται να βοηθήσει τα μάτια του ν' ανοίξουν. Παραμένει εκεί, νευρικά στατικός και σκεπασμένος μέχρι τη μύτη.
Θέλει λίγο από τον χρόνο.
Κάποιος να του δώσει, απ' αυτόν τον χρόνο που δεν έχει καρφιά. Που γλιστράει, και πέφτει γελώντας σαν μωρό, και σηκώνεται για να συνεχίσει το πατινάζ του. Από αυτόν που έχει χρωματιστούς λεκέδες στη μνήμη, κι όχι λαδιές που δεν καθαρίζουν ποτέ από τον πόνο. Τον χρόνο με τα τραγούδια, και τους φίλους..τον όμορφο χρόνο.
Για εκείνον, η ώρα είναι απλά ένα ακόμα όνομα για την αγωνία. Από την αρχή της, μέχρι το τέλος της. Τα έχει χώρεσει όλα στην ώρα:
07:00 ξυπνητήρι
07:08 (σηκώνεται)
07:10 (φτιάχνει καφέ)
07:15 (τουαλέτα)
07:32 (ντουζ)
07:45 (βουρτσίζει δόντια)
07:50 (ντύνεται)
08:00 (φτάνει στην πόρτα)
..και καταλαβαίνει πως δεν ήπιε καφέ, κλείνοντας, καθώς τρέχει να προλάβει το λεωφορείο.
Σχεδόν πάντα.
(Οι φορές που θα πιεί τον καφέ, είναι εκείνες που θα πεταχτεί από τον εφιάλτη του - πως τον κυνηγούν καγκουρό είναι ο συνηθέστερος - και θα φτιάξει έναν, για παρέα στις πέντε.)
- Καλημέρα, ενα. Ευχαριστώ.
Στην επανάληψη αισθάνεται ασφαλής. Και κάποιες φορές χαρούμενος, σαν τα παιδιά που χοροπηδάνε στο τραμπολίνο, χωρίς ιδιαίτερες φιγούρες, απλά για να ανακατευτεί το κεφάλι τους, και να φτάσουν λίγο πιο ψηλά..
(Είχε πάρει τις αποφάσεις του.
Είχε διαλέξει
Και ήταν αφοσιωμένος.)