Είχε μαυρίσει από τον Αύγουστο κι έβρεχε μέσα μου.
Μια μπόρα που δεν έλεγε να σταματήσει.. Σαν τις βροχές του μουσώνα, που βράζει το νερό αγγίζοντας το χώμα.. Ατελείωτο έμοιαζε. Άρρωστο.. Αυτό το κιτρινόμαυρο πέπλο πάνω σε όλα. Που κάνει τις παιδικές κούνιες να κλαίνε και να θυμίζουν θρίλερ.. Λες και τις κουνάει ένα αόρατο χέρι.. Κι ακούς τα γέλια και τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν εκεί όλο το καλοκαίρι. Μέρα-νύχτα.. Πότισαν τα ξύλα και οι αλυσίδες γέλια.. Και τώρα τα ίδια γέλια σε τρομάζουν. Και η χαρά έγινε φόβος. Ατελείωτος.. Θα ξημερώσει ποτέ ο ήλιος; ή τον κατασπαραξαν τ' αχόρταγα σύννεφα;
(Κάθεται ήσυχος και με κοιτάει, πιο αλήθεια από το φως δεν έχει.. Περιμένει να φυσήξω εγώ τα σύννεφα μου.. Εισπνοή..)
(Απόψε ονειρεύτηκα πως οδηγούσα κατακόρυφα και με πήρε λίγο πίσω.. Όπισθεν, κι από άλλο δρόμο.. Δεν παίζεις με την ασφάλεια!)