Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

|ανεμομαζώματα|

(Από κάπου μπάζει άνοιξη.. Έρχονται και μου τρυπάνε τ αφτιά τιτιβίσματα, φώτισε λίγο παραπάνω η μέρα.. Ψιλά γράμματα, αλλά γράμματα.. Κάτι λένε..)


Είχε μαυρίσει από τον Αύγουστο κι έβρεχε μέσα μου. 
Μια μπόρα που δεν έλεγε να σταματήσει.. Σαν τις βροχές του μουσώνα, που βράζει το νερό αγγίζοντας το χώμα.. Ατελείωτο έμοιαζε. Άρρωστο.. Αυτό το κιτρινόμαυρο πέπλο πάνω σε όλα. Που κάνει τις παιδικές κούνιες να κλαίνε και να θυμίζουν θρίλερ.. Λες και τις κουνάει ένα αόρατο χέρι.. Κι ακούς τα γέλια και τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν εκεί όλο το καλοκαίρι. Μέρα-νύχτα.. Πότισαν τα ξύλα και οι αλυσίδες γέλια.. Και τώρα τα ίδια γέλια σε τρομάζουν. Και η χαρά έγινε φόβος. Ατελείωτος.. Θα ξημερώσει ποτέ ο ήλιος; ή τον κατασπαραξαν τ' αχόρταγα σύννεφα;

(Κάθεται ήσυχος και με κοιτάει, πιο αλήθεια από το φως δεν έχει.. Περιμένει να φυσήξω εγώ τα σύννεφα μου.. Εισπνοή..) 
(Απόψε ονειρεύτηκα πως οδηγούσα κατακόρυφα και με πήρε λίγο πίσω.. Όπισθεν, κι από άλλο δρόμο.. Δεν παίζεις με την ασφάλεια!) 

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

παρεξήγηση

("Θα σε πάρει και θα σε σηκώσει" ήταν μια συχνή, και πρακτικά απίθανη απειλή, πρώτον γιατί από τα τρία και μετά δε με σήκωνε κανείς ούτε σε περίπτωση ανάγκης, κατά δεύτερον ΚΑΙ; 
Και τι θα γίνει αν με σηκώσει; 
Θα βλέπω από ψηλά περισσότερα πράγματα, θα κουβαλάει κάποιος άλλος το βάρος μου, θα φτάσω επιτέλους τα κρεμαστάρια που στολιζα όλα μου τα χρόνια.. Γιατί να είναι κακό; γιατί να μην είναι το ζητούμενο; γιατί πρέπει να φοβηθω;)

Κι εκεί που έχεις φτάσει να ονειρεύεσαι ανθισμένες κερασιές και παραλίες με ψιλή άμμο και γαλάζια νερά και αχνιστούς καφέδες σε καταφύγιο σε χιονισμένο δάσος παραδίπλα από μια συναυλία που τραγουδάς πιο δυνατά από τον επί σκηνής καλλιτέχνη και αυτοαποθανατήζεσαι αλλεπάλληλα μπροστά από κάθε φυσικό και τεχνητό θαύμα του σύγχρονου κόσμου και όχι, σκάει στα χέρια σου βόμβα μεγατόνων και σε γκρεμοτζακίζει, και σε φέρνει κάτω, συναισθηματικά ακρωτηριασμένο και πνευματικά τραυματία. Βαριά.

(θέλω να με πάρεις και να με σηκώσεις, ακούς;) 

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

αισιόδοξο μήνυμα

(Έχει γεμίσει το κεφάλι μου, και δεν έχει πλέον χώρο να ανακατέψω.. Προσπαθώ να το αδειάσω, και δε χωράνε ούτε να βγουν από μέσα. Σπάω χαρτόκουτα, και γεμίζω σακούλες άχρηστα κι αχρείαστα υπολείμματα ζωής. Κάπου εδώ είχα βάλει τον αναπνευστήρα.. Κάτσε λίγο..)

Κι εκεί που κάθε βήμα μοιάζει γιγάντιο και τεράστιο, και κάθε εμπειρία μοναδική, και θες να γεμίσεις τ'αφτιά των φίλων σου με τις εικόνες που φόρτωσες τα μάτια σου, εκεί ακριβώς καταλαβαίνεις πως η εξίσωση Ζωής-Χρόνου είναι πιο δύσκολη απ' όσο νόμιζες, κι εσύ πολύ μικρότερος από το τίποτα για να έχει αξία η περιπέτεια, ενώ την ίδια στιγμή έχεις γίνει χρυσελεφάντινο άγαλμα στο ναό της αγάπης, και λατρεύεσαι με τελετουργικά και δόξα, και πάλι γυρίζεις στην έρημο που δεν είσαι ούτε καν κόκκος, παρά είσαι αέρας που τρέχει και κουβαλάει μαζί του σκουπίδια και μυρωδιές και δεν κουράζεται να σταματήσει πουθενά.

(βουαλά).

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

δεύτερο

(Δε νομίζω πως η πρόληψη είναι καλύτερη από την θεραπεία.. προτιμώ τον πόνο από τον φόβο. Η διάρκεια του είναι σίγουρα μικρότερη. Κι οταν φτάνεις στο τέλος, έχεις δυναμώσει. Έστω. Ο φόβος αλλοιώνει. Δε ζεις τίποτα ολόκληρο. )

Τροχόσπιτο. Να το πηγαίνεις όπου θες και να αλλάζει η εικόνα από το παράθυρο το πρωί που ξυπνάς. Και να μη λατρεύεις κανένα δέντρο και κανέναν τοίχο. Να ανοίγεις τα μάτια και να γεμίζεις ήλιους μέσα σου. Να κυνηγάς το καλοκαίρι, και να προβάλλεται η ζωή σε fast forward. 
(.. και να μη χρειάζεται να βλέπεις εφιάλτες κι ενοχές όταν κλείνεις τα μάτια σου το βράδυ. Να ξεπλένεις τη ψυχή σου κάθε νύχτα με συγχώρεση και να ονειρεύεσαι ταξίδια. Ζωή το λένε στο χωριό μου.) 

(Ακόμα δεν έχω καταλάβει αν η ζωή κάνει κύκλους ή ζιγκ ζαγκ. Αν το κάρμα έχει υπόσταση, είναι ένα cover στο τραγούδι που διάλεξες να πεις. Το παίρνεις πίσω κάθε φορά.. Θα σέβεστε..) 

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020

πρώτο

Λέω να κάνω τις απογοητεύσεις μου προορισμούς για κουτσά όνειρα.
Να τα μαζέψω και να τα στείλω εκεί να παραθεριζουν όλο το χρόνο, καθισμένα σε παράταξη, να κοιτάνε τη θάλασσα που είχε μόνο πήγαινε κι έλα χωρίς ταξίδια. 
Πορθμεία, όχι λιμάνια. 
Δε χώρεσαν μεγάλα καράβια.. 
Δεν ήταν για βαθιές θάλασσες. 
Έξω έξω και στα ρηχά, να πατώνουν, τόσο που στο τέλος βούλιαξαν στη λάσπη. 
Θα βάλω σημαίες και θα τις βαφτίσω, με ονόματα οικεία, που μάλλιασε η γλώσσα μου να λέω, να λέω, να λέω και να ξαναλέω, και πινακίδες απαγορευτικες μέσα σε κόκκινα πλαίσια. 
Και θα βγάλω τα παπούτσια μου, και τα ρούχα μου, και θα βουτηξω αντίθετα, να πάω εκεί που ακούγεται μουσική ξανά, κι είναι τα δέντρα ριζωμενα στη θάλασσα και τα ψάρια κολυμπάνε ανάσκελα για να χαζεύουν τα πουλιά στα κλαδιά τους που φτάνουν στον ουρανό. Εκεί θα πάω. Θα δεις.