Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Καθρέφτης

Γεννήθηκε την πρώτη μέρα εκείνου του χρόνου. Στη μέση του χειμώνα, δεκαοχτώ μήνες μετά από τον αδερφό της. 

Ταυτίστηκε με τη μύγα μες το γάλα και την σταγόνα στον ωκεανό. Ταίριαζε παντού και δε χωρούσε πουθενά. Απέφευγε να πατάει στα χνάρια, που επιδεικτικά χτυπούσαν τα πόδια τους μπροστά της για να αφήσουν οι γύρω της, κι έβρισκε το κενό ανάμεσα για να χωρέσει μία μία τις ξυπόλυτες πατούσες της. Με το γονίδιο του χαμαιλέοντα, κατάφερε να προσαρμόζεται στο περιβάλλον και να κρύβεται από τα μάτια και τα στόματα των κατά την κρίση της, εχθρών.
Εχθροί.. Όλοι φίλοι, και κανένας. Εκπαίδευσε τους φόβους της, δεν έμαθε τίποτα από τα λάθη της, άλλαξε, αλλάζει, και κλείδωσε στο κεφάλι της για μπούσουλα, την αγάπη. 

Έφτασε να ζει εδώ και σαράντα χρόνια ανάμεσα και δίπλα σε παράξενα πλάσματα και δύσκολες συγκυρίες. Μέσα στον ωκεανό της, μέσα στο γάλα, μέσα στον οργασμό του μυαλού της όταν ονειρεύεται, μέσα στους φόβους της. 

"Για να υπάρχει πρόβλημα, υπάρχει λύση".

Αυτό κατάλαβε πριν κάποια χρόνια, κι έχει πάρει φόρα να βρεί τις λύσεις. Μόνο που αντί για λύσεις, μαζεύει προβλήματα, με την ίδια λαχτάρα του πεντάχρονου στην ακρογιαλιά που ανακαλύπτει σπασμένα κοχύλια. Και κάθεται μετά, και τα κοιτάει, και καμαρώνει που έσωσε το άδειο κέλυφος από την ανορίοτη ελευθερία και την βία της θάλασσας. 

Μαθαίνει τέχνες και τις αφήνει, κι όταν πεινάει, τις κόβει σε κομμάτια και τις κατασπαράζει. Αλλάζει ρόλους, αλλάζει τους ρόλους, αλλάζει την ιστορία της, κάθε πρωί που ξυπνάει. Κρύβεται πίσω από τα αχτένιστα σγουρά της μαλλιά, κι είναι λες και φωνάζει: εδώ είμαι! Πιάστε με επιτέλους!!

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

meditation

(Είναι η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, που κάθομαι σε γωνία σχεδόν ορθή, μόνη μου, στο τραπέζι της κουζίνας, και πατάω πλήκτρα, αντί

να προσπαθώ με μαεστρία να ισορροπήσω μέσα στο λεωφορείο, φορτωμένη, κρατώντας το κινητό στο χέρι και να γράφω με τον αντίχειρα. Εικόνες ζωντανές, στην απόλυτη ησυχία, που γαργαλιέται από τη γλώσσα του σκύλου, να πίνει πίσω μου νερό, λες και βρίσκεται στην Αριζόνα κατακαλόκαιρο..η δίψα του..)

Σκέφτηκα να γράψω για τη σιωπή, αλλά έχει πολύ φασαρία το θέμα από μόνο του, και τέτοια θέματα καλό είναι να μην τα ανοίγω στο κεφάλι μου, γιατι θα πάρει καιρό να κλείσει, και είμαι ήδη πολύ κουρασμένη για να τρέχω να το φτάσω.
(Ξεκινάω μια σκέψη, και προχωράει λίγο, σταματάει, πέφτει. Στο κενό)
Δε θέλω να σκεφτώ.
Θέλω μόνο να παρακολουθώ τους ήχους γύρω μου. Το ψυγείο. Μόνο αυτό ακούγεται. και κάπου ένα πιάνο από τηλεόραση μάλλον. Κόβεται από διάλογο. Και συνεχίζει..
Υποβάλλω τον εαυτό μου, σε κατάσταση πειραματικά ακίνητη, για να ακούσω την κατεύθυνση των βημάτων.

(Έδωσα στην αίσθηση μου, την ευκαιρία να ξεκουραστεί. Αυτή η αίσθηση, κοντά σ΄εκείνη της άνωσης στη ζεστή θάλασσα τον Ιούλιο, κάτω από τον ήλιο, που δεν έχει ανάγκη κανένα μέλλον. Είναι ολόκληρη παρούσα στο τώρα.)

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Τραγούδι

(Ανακατεύω τη σούπα στο κεφάλι μου - είναι ακόμα ζεστή και κοχλάζει, λες και η ζέστη παλεύει να φτάσει τις αδιάκριτες μύτες που στερούν την αντανάκλαση στο καπάκι που ανοιγοκλείνουν για να πάρουν μια γεύση από αυτό που πραγματικά τρέφει την αντικανόνικότητα μου.
Έχω φέρει τα πάνω - κάτω μέσα μου, κάποια μέσα - έξω, τις ισορροπίες στην άκρη, και τα άκρα μου, Ευαγγέλιο: ό,τι πιάνουν τα χέρια μου, κι όπου με πάνε τα πόδια μου. Σταμάτησα την πίστη σε ιδέες και είδωλα, κι ένιωσα λίγο πιο άνετα πριν πέσω στη φωτιά.)

Πρώτες μέρες ενός Φλεβάρη. 
Με ήλιο παγωμένο,
Με φλεγόμενες παντιέρες προσάναμμα
Και λέξεις
Λιγότερες 
Και πιο μικρές
Με δηλητήριο στην αιχμή τους
και κενό μέσα τους.
Μεταδοτικές.
Ανακατεμένες.
Μπελάς είναι,
δεν είναι η αλήθεια.
Κοιτάς μπροστά και πας πίσω, 
Πως τα κατάφερες?

(Φορές που οι σκέψεις μου, αρχίζουν με εικόνα και τελειώνουν σε τραγούδι, είναι πολλές. Είναι μάλλον πάντα. Μόνο που κάποιες, τα τραγούδια τα καίω, τα παίρνω μαζί μου. 
Έχω αφήσει κάτι παραμύθια στην άκρη, εκεί που ψάχνουν οι πολλοί για χρώματα.)

(Θα σου έδινα ένα ρεφραίν, αλλά είναι το λιγότερο, αυτό το θυμούνται όλοι...)



Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

She used to love..

(Ήταν πάντα ένα βήμα δίπλα της. Ποτέ πίσω, ποτέ μπροστά. Μια απόσταση ασφαλείας που κρατούσε πιστά, ένας κανόνας που τηρούσε με ευλάβεια. Έβλεπε τα πάντα, δε φαινόταν ποτέ. Δεν ήταν ο ρόλος του πρωταγωνιστικός, πιο πολύ ένιωθε τον κομπάρσο μέσα του, αλλά ούτε αυτός ήταν. Ταυτίστηκε με την αυλαία: βαριά, αδιάφανη, ένα παραπέτασμα μεταξύ σκηνής και κοινού, το σήμα της αρχής και του τέλους, η απόσταση -αυτή- πάντα ανάμεσα. Πάνω του φόρεσε όλα της τα χαρακτηριστικά: το χρώμα της, την βρωμιά της, το βάρος της, τη φθορά της, την αντικατάστασή της.)

Περπατούσε αφηρημένα.
Με το κεφάλι στραμμένο στις βιτρίνες, να κοιτάζει το είδωλό της στα τζάμια - Θεέ μου! πώς πάχυνα!

Ήταν η έκπληξη, όχι πάντοτε η ευχάριστη. Σημείωνε στο μυαλό της, όλες εκείνες τις φορές που τον έβλεπε, πάντα γύρω από τον κοινό τους άξονα. Αξιολογούσε την πρόοδο του με ανορθόδοξους τρόπους, και για κάποιο λόγο είχε καρφωθεί στο μυαλό της, αυτή η φράση που γράφει ο καθηγητής δίπλα από τον βαθμό, θέλοντας να σε κάνει έστω και μια φορά να προσπαθήσεις : μπορείς και καλύτερα!

Δεν του το είχε πει ποτέ, ούτε του το έδειχνε. Μόνο εκείνη το είχε πιστέψει.

(Ήταν η βελούδινη, βαριά, βαθυκόκκινη κουρτίνα. Ήταν το δικό της όριο μεταξύ αλήθειας και φαντασίωσης, ήταν η δική της ανάγκη να αλλάξει ρόλο και να βρεθεί πάνω στη σκηνή, πίσω από τη σιγουριά, και σε μια στιγμή μεγάλη στη ζωή της, να βγεί μπροστά, να φτάσει τον Εαυτό της, να του παραδώσει την ψυχή της, και λυτρωτικά να ακουμπήσει την συναισθηματική της αποφόρτιση πάνω στα μάτια που την κοιτάνε, τόσες δεκαετίες, τόσες μέρες, κάθε φορά που βρίσκεται αυτός δίπλα της.)

Πλησίασαν μια φορά το μαζί, κι αυτό έλιωσε, διαλύθηκε σε ύλη πρώτη, σε φωτιά.

Ήταν πολύ, και κανένας απ' τους δυο δεν ήταν λίγος. Ήταν ακέραιοι και ίδιοι πολύ. Τί να χωρέσει; Που; 

Στο "πότε;” που ζητούσε εκείνη, ήταν ένα "κάποτε" παστέλ κι ελαφρύ που έπαιρνε γι' αντάλλαγμα.

Κι όταν εκείνο έφτασε, βρήκε το "ποτέ" της στη θέση του.

https://youtu.be/rwRScXqKoXY





She used to love..

(Ήταν πάντα ένα βήμα δίπλα της. Ποτέ πίσω, ποτέ μπροστά. Μια απόσταση ασφαλείας που κρατούσε πιστά, ένας κανόνας που τηρούσε με ευλάβεια. Έβλεπε τα πάντα, δε φαινόταν ποτέ. Δεν ήταν ο ρόλος του πρωταγωνιστικός, πιο πολύ ένιωθε τον κομπάρσο μέσα του, αλλά ούτε αυτός ήταν. Ταυτίστηκε με την αυλαία: βαριά, αδιάφανη, ένα παραπέτασμα μεταξύ σκηνής και κοινού, το σήμα της αρχής και του τέλους, η απόσταση -αυτή- πάντα ανάμεσα. Πάνω του φόρεσε όλα της τα χαρακτηριστικά: το χρώμα της, την βρωμιά της, το βάρος της, τη φθορά της, την αντικατάστασή της.)

Περπατούσε αφηρημένα.
Με το κεφάλι στραμμένο στις βιτρίνες, να κοιτάζει το είδωλό της στα τζάμια - Θεέ μου! πώς πάχυνα!

Ήταν η έκπληξη, όχι πάντοτε η ευχάριστη. Σημείωνε στο μυαλό της, όλες εκείνες τις φορές που τον έβλεπε, πάντα γύρω από τον κοινό τους άξονα. Αξιολογούσε την πρόοδο του με ανορθόδοξους τρόπους, και για κάποιο λόγο είχε καρφωθεί στο μυαλό της, αυτή η φράση που γράφει ο καθηγητής δίπλα από τον βαθμό, θέλοντας να σε κάνει έστω και μια φορά να προσπαθήσεις : μπορείς και καλύτερα!

Δεν του το είχε πει ποτέ, ούτε του το έδειχνε. Μόνο εκείνη το είχε πιστέψει.

(Ήταν η βελούδινη, βαριά, βαθυκόκκινη κουρτίνα. Ήταν το δικό της όριο μεταξύ αλήθειας και φαντασίωσης, ήταν η δική της ανάγκη να αλλάξει ρόλο και να βρεθεί πάνω στη σκηνή, πίσω από τη σιγουριά, και σε μια στιγμή μεγάλη στη ζωή της, να βγεί μπροστά, να φτάσει τον Εαυτό της, να του παραδώσει την ψυχή της, και λυτρωτικά να ακουμπήσει την συναισθηματική της αποφόρτιση πάνω στα μάτια που την κοιτάνε, τόσες δεκαετίες, τόσες μέρες, κάθε φορά που βρίσκεται αυτός δίπλα της.)

Πλησίασαν μια φορά το μαζί, κι αυτό έλιωσε, διαλύθηκε σε ύλη πρώτη, σε φωτιά.

Ήταν πολύ, και κανένας απ' τους δυο δεν ήταν λίγος. Ήταν ακέραιοι και ίδιοι πολύ. Τί να χωρέσει; Που; 

Στο "πότε;” που ζητούσε εκείνη, ήταν ένα "κάποτε" παστέλ κι ελαφρύ που έπαιρνε γι' αντάλλαγμα.

Κι όταν εκείνο έφτασε, βρήκε το "ποτέ" της στη θέση του.

https://youtu.be/rwRScXqKoXY