Γεννήθηκε την πρώτη μέρα εκείνου του χρόνου. Στη μέση του χειμώνα, δεκαοχτώ μήνες μετά από τον αδερφό της.
Ταυτίστηκε με τη μύγα μες το γάλα και την σταγόνα στον ωκεανό. Ταίριαζε παντού και δε χωρούσε πουθενά. Απέφευγε να πατάει στα χνάρια, που επιδεικτικά χτυπούσαν τα πόδια τους μπροστά της για να αφήσουν οι γύρω της, κι έβρισκε το κενό ανάμεσα για να χωρέσει μία μία τις ξυπόλυτες πατούσες της. Με το γονίδιο του χαμαιλέοντα, κατάφερε να προσαρμόζεται στο περιβάλλον και να κρύβεται από τα μάτια και τα στόματα των κατά την κρίση της, εχθρών.
Εχθροί.. Όλοι φίλοι, και κανένας. Εκπαίδευσε τους φόβους της, δεν έμαθε τίποτα από τα λάθη της, άλλαξε, αλλάζει, και κλείδωσε στο κεφάλι της για μπούσουλα, την αγάπη.
Έφτασε να ζει εδώ και σαράντα χρόνια ανάμεσα και δίπλα σε παράξενα πλάσματα και δύσκολες συγκυρίες. Μέσα στον ωκεανό της, μέσα στο γάλα, μέσα στον οργασμό του μυαλού της όταν ονειρεύεται, μέσα στους φόβους της.
"Για να υπάρχει πρόβλημα, υπάρχει λύση".
Αυτό κατάλαβε πριν κάποια χρόνια, κι έχει πάρει φόρα να βρεί τις λύσεις. Μόνο που αντί για λύσεις, μαζεύει προβλήματα, με την ίδια λαχτάρα του πεντάχρονου στην ακρογιαλιά που ανακαλύπτει σπασμένα κοχύλια. Και κάθεται μετά, και τα κοιτάει, και καμαρώνει που έσωσε το άδειο κέλυφος από την ανορίοτη ελευθερία και την βία της θάλασσας.
Μαθαίνει τέχνες και τις αφήνει, κι όταν πεινάει, τις κόβει σε κομμάτια και τις κατασπαράζει. Αλλάζει ρόλους, αλλάζει τους ρόλους, αλλάζει την ιστορία της, κάθε πρωί που ξυπνάει. Κρύβεται πίσω από τα αχτένιστα σγουρά της μαλλιά, κι είναι λες και φωνάζει: εδώ είμαι! Πιάστε με επιτέλους!!