Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Γμτ..

(Φοβάμαι. Γενικά και ειδικά.
Είναι ο φόβος που μεγαλώνει μέσα μου, δυναμώνει, και τρώει τις αντοχές μου κάποιες φορές. Κι ειδικά αυτή που χρειάζεται για ν' αγαπάω και να ελπίζω.)

Τα βραδυνά τηλεφωνήματα της μάνας μου, με παγώνουν. Στην ηλικία μου, έχει αρχίσει μια αντίστροφη μέτρηση, ενα ξεκαθάρισμα, που πλέον δίνεις σημασία, και μάλιστα πολύ.
Ειναι η είδηση που δε θα διαβασεις στα social, που δε θα σκορπίσει απο στόμα σε στόμα, και θα σε ακινητοποιήσει, σα να έπεσε το μισό βουνό σπασμένο σε γαρμπιλι πάνω στο κεφάλι. Μουδιασμα.
Φοβάμαι τα τηλέφωνα. Με αγχώνει η ερώτηση που κάνω "όλα καλα;" μη και δεν παρω την απάντηση που χρειάζομαι.
Κατι εισαγωγές του τύπου "θα σε στεναχωρησω..", καθυστερούν το αναπόφευκτο, και κάποιες φορές με τρελαινουν χειρότερα.
Κάποια γεγονότα τα περιμένεις, ναι. Αλλά όσο προετοιμασμένος και να είσαι, δε ξέρεις την αντίδραση σου στα επιμέρους σημεία : ποιός; πού; πότε;
Η δική μου απάντηση - με ελάχιστες εξαιρέσεις - είναι φορτωμένη παράπονο και άρνηση να δεχτώ την πραγματικότητα: οχι ρε γαμωτο..δε μπορεί.

(Κάποιος, κάτι.. Γενικά.. Το ο,τι..)

(Νιώθω περήφανη μέσα στην παράλυση μου, που γνώρισα έναν άνθρωπο κι αγαπηθηκαμε πολύ, χωρις να μιλαμε την ίδια γλώσσα, χωρις πολλά κοινά: τσιγάρα, μούσμουλα κι αγάπη. Και με "διάβασε" από την πρώτη στιγμή..)

(172 εβδομάδες πριν, ποζαραμε)

(Θα μου λειψεις πολύ. Πιο πολύ)

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

|αυτό που λιώνει|

Την αγάπη, χρυσό μου, δεν την αγοράζεις απο το ίντερνετ, ούτε απο το περίπτερο στην πλατεία, ουτε μαγαζακια να την πουλανε θα βρεις. Δε χωραει σε κουτί, ούτε το σχήμα της σου επιτρέπει να την τυλίξεις. Δεν την ομορφαίνουν οι φιόγκοι, δεν κολλάνε πανω της ετικέτες. Είναι σαν καραμέλα: μόνο γλύκα, λεπτή σαν χαρτί, ευαίσθητη σαν χιόνι, και διάφανη.. Δεν την τσαλακωνεις, χρυσό μου, τη σπας. Κι οταν τη σπασεις, γλυκιά παραμένει, αλλάζει. Γινεται παλι ζάχαρη, και γλιστράει μεσα απο τα χερια σου, κι έχεις απώλειες. Κι οταν κολλάει, και σ' ενοχλεί, φεύγει παρέα με το νερό. Και τη λιωνεις τη ζάχαρη ξανά, και την κάνεις καραμέλα, και παλι λεπτή σα χαρτί, και τώρα πιο λίγη. Κι όσο ξεχνιεσαι, και τη σπας, και την ξαναμαζευεις, πικρίζει στο τέλος και δεν ειναι πια καραμέλα, δηλητήριο γίνεται και συνήθεια κακιά.
Χρυσό μου -γιατι το χρυσό μου εισαι- δεν ειμαι ζαχαροπλαστης, δε ξερω απο καραμέλες, ούτε να βραζω νερό δεν ξερω καλά καλά. Ξέρω να χάνω τη ζάχαρη απ τα χέρια μου μέσα, να παίρνω φόρα και να σπάω τοίχους λεπτούς και διαφανους, να κοβομαι και να ματωνω, και να χαλαω τη συνταγή, και πολλές φορές τη γεύση.
Ξερω όμως και να γίνομαι ολόκληρη ζάχαρη, να αλλαζω σχήμα, να ανακατευομαι με ζαχαρωτά και να μην ειμαι πια άνθρωπος. Δεν ειναι οι άνθρωποι φτιαγμένοι απο ζάχαρη, ουτε στο ελάχιστο.
Ειναι φτιαγμένοι απο φόβο, και συγνώμες και λαθη κι απροσεξία.
Και δεν τους κάνει καλό η ζάχαρη.. τους αρρωσταίνει.

(..είπε, κι έσβησε δυο τσιγάρα πάνω στην καραμέλα που βρήκε να έχει φτυσει  μισολιωμένη κάποιος στο τασάκι.)

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Ο γάϊδαρος που πετάει

-Πετάει ο γάϊδαρος;
-Πετάει! Κοίτα τον..!

Κοίτα πόσο απλόχερα σκορπάει τη μιζέρια του.. Αυτός ο γάϊδαρος που πετάει.
Μοναδικός στο είδος του, ο ένας, αυτός που κλαιγεται και βήχει για να τον κοιταξεις και να τον λυπηθείς. Γυμνός, βασιλιάς με ρουχα καινούρια, ενα "εγώ" μπαλωμενο και βρώμικο, νομίζει πως αστράφτει, ενώ γυαλιζει η γλίτσα πανω του..
Σαν το υπερθέαμα σε τσίρκο με τέρατα, εξισώνεται με καλλιτέχνη και φαντασιωνεται πως ειναι η ομορφιά που βλέπει στον καθρέφτη, πως ειναι ο άνθρωπος που αντέχει..
Ξεπουλημενος στη λαιμαργία του, θανάσιμα.
Ενα χοντρό τίποτα.
Το τίποτα που σιχαίνεται ακόμα κι η ανυπαρξία. Και δεν το χωράει.
Και το έχει αφήσει να σαπίζει στο βήχα του
Αυτό ειναι ο ιπτάμενος γάϊδαρος.

(Αποσυμπίεση. Λίγο ακόμα..)
(Γέμισε η σκηνή κομπάρσους, να τον χαιδευουν και να τον στολίζουν. Ούτε να γυρίσω το βλεμμα μου πια δεν αντεχω..)

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

Ο πραματευτής

(Αρχιζω να γράφω, και θυμάμαι κάτι αλλο, γυριζω σελίδα, γράφω λίγο  σταματάω. Κλείνω.
Δοκιμαζω πάλι, λίγο περισσότερο, δε βρίσκω το νόημα, σταματάω, γυριζω, ξεκιναω πάλι.
Δε μου αρεσει η εισαγωγή.
Δε μου αρέσει η αρχή. Το δουλεύω. Δεν.
Παλι πίσω. Ξανά. Το νόημα που πήγε; (-Ελα πίσω σου λέω!) Εχασα μια ιδέα.. Μηπως την πήρε το μάτι σου;)

Προσπαθώ να οργανώσω ενα κεφάλι, τοσο φορτωμένο, που μοιάζει με το μαγαζάκι του κυρ Πέτρου στη γειτονια της μάνας μου: κουμπια, βελόνες για πλέξιμο, κλωστες, καρφιτσες, βελονακια, φερμουάρ, κορδέλες, δαντέλες, απουσίες, υπομονή, συνέχεια..

Σε βιβλιοπωλεία και είδη ραπτικής, μπορώ να αφιερωσω ωρες και μερες, χαζευοντας τα παντα γύρω μου, και βλεποντας τις σκεψεις και τις ιδέες να γεννιούνται μόνες τους ή με τη δίδυμη τους, αυτή που θα ειναι πάντα πιο άτακτη και πιο γρήγορη, και δεν θα τη φτανω ποτέ..
Θα υπηρετώ τη δημιουργία και την μεταποίηση, κατάρα που φορτωθηκα απ'τη μητέρα μου, θα αλλαζω τις λεπτομέρειες, θα ανακυκλωνω υλικά, θα βρίσκω χρηστικοτητες και λειτουργίες στην φαινομενική αχρηστία, και θα μπλεκομαι σε κουβαρια και κουρέλια, μέχρι να γερασω βαθιά και αμετάκλητα.

(Κι ενώ η μανα μου στολίζει κι αλλαζει ρούχα, φτιάχνει αξεσουάρ κι εντυπωσιαζει, εγώ ξεχωριζω μια μια τις λέξεις μου, τις ραβω στα μέτρα μου, και τις χαρίζω. Σε κάποιους αρέσουν, σε κάποιους δε χωράνε..)

Osmium

(Osmium βάφτισε κάποιος -προφανώς στην μακρινή Κίνα, κοντά στα λατινικά συνορα-, τον ήχο που επαναλαμβανεται από τις 6, μέχρι την ώρα που θα σηκωθεί αποφασισμένη να απενεργοποιήσει αυτή την εγκεφαλική νάρκη και να πιεί καφέ.)

Υπάρχουν κι όμορφες μέρες: αυτές που το μάτι σου ανοίγει αυτόματα πριν το χάραμα, πριν απο καθε ήχο, και κανένα ελατήριο δεν ειναι ικανό να σε σηκώσει απο το κρεβάτι και να σε πετάξει τόσο ψηλά στον καθαρό αέρα, παρά μόνο η ελευθερία. Που μπορεί φυσικά να έπεται μιας απόλυσης (του δούλου), μιας παραίτησης, μιας ευκαιρίας μοναδικής, να ξαναδείς τα πρωινά σου οχι σαν το πράσινο μίλι, αλλά σαν εκείνα που περίμενες την ολοήμερη εκδρομή στο γυμνάσιο.
Τα κομοδινα εχουν φτιαχτεί για τους καφέδες, όχι για ξυπνητήρια! Εξαιρούνται κάποια βιβλία που ξαποσταίνουν πάνω τους, κι αυτό για λίγο..

(Είναι μια κουταλιά αρκετή να σε σώσει, να σε πνίξει, να σε τρομάξει.. Σαν τη χοντρη σταγόνα που δε λέει να αφεθεί και να στάξει ελεύθερη, παρά κρατιέται απο χιλιοστά, σα να το μετάνιωσε..)

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

3ο Πρόγραμμα

Ενας Δεκέμβρης τεμπέλης και ζεστός, με μποφόρια και νοτιά, να καταπίνει κέφια και χαμόγελα(ούτε ένα, τωρα που τους καλοκοιτάζω στο λεωφορείο, καθισμένη ανάποδα, σα δασκάλα στην έδρα μου, ψηλότερα).
Οι καθημερινοί, οι του σαββατοκύριακου, οι σπάνιοι, συνταξιούχοι μαλλον αρκετοί, κάποιοι άνεργοι, κάποια παιδιά (όλοι κοιτάνε εξω, κι εγω προσπαθώ να δω μέσα τους)
Κεφάλια που κρέμονται πανω απο κινητά, χέρια ανίκανα να κρατηθουν και να κρατήσουν, μια γκρίνια και δυο μιζέριες, μεσα σε μπόλικο γκρι με σκόρπια κόκκινα τρίγωνα.
(Εγώ, η φορτωμενη περιέργεια και δυο τσάντες, παρατηρώ τους ανθρώπους, τα μπαστούνια τους, και κάποιες φθορές, ακούω Τσαϊκόφσκι γιατι απλά έτσι ετυχε. Αφησα ελεύθερη τη μουσική υπόκρουση μιας μέρας, και με πέταξε στα βαθιά μου, εκεί που χωρίς λέξεις ποναω διαβαζοντας ιστορίες.)

Αναρωτιέμαι "πώς;" για τα πάντα μου σήμερα..
Για το χρόνο, που μοιάζει να γράφω σημειώσεις σε χαρτοπόλεμο για να χωρέσω στη μέρα  δουλειά, αγάπη και κάτι λίγο αλλά νόστιμο.

(5η συμφωνία.. Η μάχη με το πεπρωμένο.. Ηχογράφηση του '60, φιλαρμονική του Λένινγκραντ.. Η μάχη που χάθηκε θριαμβικά. Και φταίω εγώ.)