Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

From zero to hero και τούμπαλιν..

Δεν καπνίζω ποτέ το πρωί.

Νομίζω, πώς μετά το λύκειο και τις απουσίες της πρώτης ώρας, για να στριμωχτούμε στο καφενείο και να πιούμε καφεδάκι καπνίζοντας "..όπως οι μεγάλοι", η ανάγκη μου για κουλουράκι έγινε μεγαλύτερη από την εξάρτηση μου στη νικοτίνη.
Σε καφενείο οι κοπάνες, όχι σε λουξ μπιστρό και κρεπερί. Η αρχέτυπη εικόνα των συνταξιούχων να παίζουν τάβλι και χαρτιά πίνοντας ελληνικό, και το τρόπαιο της νίκης - κερασμενο το ουζάκι με ποικιλία αγκαζέ - είχε μια αίγλη, και μια στοργή σχεδόν οικογενειακή. Μακριά από το ανταλλακτικό νυφοπάζαρο της καφετέριας, και την εξέλιξη της γεύσης από βραστό καφέ σε καπουτσινους με σαντιγές και μπισκοτάκια κανέλας.
Πολλές φορές νιώθω πως γέρασα πριν μεγαλώσω. Οι φορές που ανάβω τσιγάρο το πρωί, είναι από αυτές.
Που η μέρα μου θα σέρνει κολλημένη στο παπούτσι μου την αγωνία, για την απουσία μου από το ρυθμο που δίνω στη ζωή μου. Για το πρώτο τσιγάρο που θα ανάψω αυθόρμητα και θα μου μαυρίσει το μυαλό και τα πνευμόνια, και θα το βαφτίσω "σημάδι", προκειμένου να αποποιηθώ των ευθυνών μου για τις επιλογές μου μέσα στο 24ωρο που έπαιται.

(10:30 είμαι ήδη στο μισό πακέτο)

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018

Πρόβα

(Κάθοταν πάνω από γράμματα σκόρπια, και δε έβρισκε ούτε μισή συλλαβή πρόθυμη να πιάσει την αρχή και να ξεμπλέξει τα κουβάρια του..)

-Ρε, πονάει. Το καταλαβαίνεις;
Ούτε αέρας, ούτε αφρός, τίποτα δεν είναι. Κι όμως πονάει.. ενοχές με αγκάθια, και λέξεις - κλειδωμένες σε μαύρα κουτιά, δεμένες με αλυσίδες και λουκέτα, να μη βγουν ποτέ από το σκοτάδι και τραυματίσουν τις λιακάδες. Μουτζουρωμένες - φωτογραφικά αποτυπωμένες - μνήμες, αρώματα παντρεμένα με χρόνους, κι ένα μυαλό να διαλύεται, σ' ένα οξύ παραβρασμένο συναίσθημα. Από λευκό συννεφάκι που επιπλέει σε απέραντα γαλάζια, δεν περιμένεις μπόρες.. χωρίς κεραυνούς, χωρίς σκοτεινιά, σα να σκίζεται το στερέωμα και βρέχει δάκρυα. Και ποτίζουν τους φόβους μου, και μεγαλώνουν, και φτάνουν τον Θεό μου πια..
- Υπερβάλλεις..
- Μπορεί..

(Εκείνη προσπαθούσε να τον γειώσει. Γινόταν πάγος και χιόνι και κρύο, υγρά αναχώματα για τόνους εξομολογησεων, πηχτή λάβα, επικίνδυνη..)

-Στοπ. Αλλάξτε θέσεις. Πάμε πάλι..

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Το σπίτι στον κήπο

(Κάθε φορά, μοιάζει μ' εκείνη την πρώτη. Και γίνεται -καθε φορά- όλο και πιο σημαντική. Μεγαλώνουν, αλλάζουν, ομορφαίνουν, οι ρίζες γίνονται δυνατές, τα κλαδιά τους και τα ανθάκια  τους, απλώνονται και στολίζουν τον κόσμο μου..)

Όσο και να φοβάμαι τα αεροπλάνα, νιώθω πως θα έμπαινα και σε πύραυλο προκειμένου να αγκαλιάσω την αγάπη. Το Πήγαινε και το Έλα, στην προστακτική της καρδιάς, έχουν κάνει το φόβο μικρό σαν τσίχλα, που την μασάω για λίγο και την πετάω - τυλιγμένη σε χαρτάκι που γράφει "ΔΕΝ ΚΡΑΤΙΕΜΑΙ!"
Τα υπέροχα πλάσματα που μοιράζομαι κάτι από το DNA μου, ζούνε σε κοντινό παράλληλο του πλανήτη, ευτυχώς, και μέχρι να πω arrivederci - χωρίς να στραμπουλήξω τη γλώσσα μου - είμαι ήδη μπερδεμένη, ποιό να πρωτοφιλήσω και ποιό να πρωτοκαμαρώσω..
Έχει μια σειρά εδώ. Ένα πρόγραμμα, μακριά από τη δική μου χαοτική καθημερινότητα, που τρέχω να φτάσω το χρόνο, που μπαίνω κι εγώ εύκολα μέσα σ' αυτό, λες και κάποιος με βάζει σε flight mode, κι αδιαμαρτύρητα το απολαμβάνω.
Η Μικρή μας μαθαίνει τα γράμματα από την αρχή. Δίπλα της κι εγώ, να προβάρω τη γλώσσα τους, και να ισορροπώ στα συμφραζόμενα, μήπως και κάποτε κατορθώσω να νιώσω στο ακριβώς, αυτό που θέλουν με λέξεις να εκφράσουν χωρίς τα σύνορα και τα όρια της ξένης.
Ένα βήμα κάθε φορά.
Από την καλημέρα στο δρόμο, τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ πιο κάτω, μέχρι τη μετακίνηση με λεωφορεία, τρένα και μετρό, είχε πολύ δρόμο. Αλλά αυτή τη φορά, το βήμα ήταν γιγάντιο και άξιζε όσο τίποτε άλλο. Ήταν μια ένεση ελευθερίας και δύναμης, ένα υστερόγραφο τόλμης στο ταξίδι μου, και μια πλούσια μικρή εμπειρία, σαν την  gianduia όταν λιώνει στο στόμα. Και να φανταστεί κανείς, πώς μόλις ξετύλιξα το δικό μου κουτί..
Το ξέρω πως είμαι τυχερή, κι αυτό το προκαλώ οταν είμαι ευγνώμων για κάθε τι μικρό που μου συμβαίνει.

(Καθόμασταν στο πίσω μπαλκόνι και κάναμε τσιγάρο. Ο καθένας τη γλώσσα του, και μαζί την πολύτιμη παρέα μας. Μου είχε πει να φυτέψω μια μουσμουλιά  στον κήπο για να έχω το δικό μου δέντρο, και να τρώω  τα καλοκαίρια οταν θα έρχομαι..)

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

Όσο πιο βαθιά..

...τόσο πιο καλά. 

Και δε θέλω σχόλια και γέλια, γιατί απλά δεν πρόκειται για kinky απόφθεγμα της ερωτικής μας καθημερινότητας, αλλά για επιτακτική ανάγκη επαναπροσδιορισμού του εδώ και του τώρα μας.

Ακόμα δε κουράστηκες να ακούς λύσεις και προτάσεις, ηθικές, πολιτικές, οικονομικοπολιτικές και προσωπικές? Εγώ το έπαθα, και αντί να μου γυρίσει το μάτι και να βγω στους δρόμους με πέτρες και καδρόνια, κλείστηκα σπίτι, κατέβασα ρολά κι έβρασα στο ζουμάκι μου..

Λύσεις υπάρχουν.

Αυτό λέει η ζωή. Επώδυνες, ανώδυνες, δύσκολες, εύκολες, γρήγορες και όχι. Μόνο λύσεις υπάρχουν!

Σε αδιέξοδα ρουτίνας πλέον, κυκλοφορούμε με τα χέρια ψηλά, παραδομένοι στην εικονική τρομοκρατία που μας επιβάλλει το ίδιο μας το μυαλό.

Ο εχθρός όμως, είναι πάντα ένας, με τη διαφορά, πως έχει την ιδιότητα να αλλάζει πρόσωπα και να χωράει σε κάθε τσερβέλο με τα απαιτούμενα χάρτινα - ούτε καν ξύλινα- όπλα του.

Είναι η υπάλληλος με την απαιτητική φωνή από την εισπρακτική εταιρία που χρωστάς την καλοπέραση και την αφέλεια της προηγούμενης δεκαετίας, όταν έπαιρνες τα καταναλωτικά και τις κάρτες για να ικανοποιήσεις ψευδοανάγκες, που κάποιοι άλλοι σου γέννησαν και υιοθέτησες πάραυτα(τώρα που το σκέφτεσαι, έχεις μια ντουλάπα γεμάτη dress code γραφείου, αλλά δεν έχεις το γραφείο. Ούτε δουλειά.)

Η ίδια ίσως εργαζόμενη για 465 ευρώ, θα καλέσει τον γείτονα σου για το στεγαστικό δάνειο με τα ψιλά γράμματα εκεί που υπέγραψε, να τον απειλήσει ότι θα προχωρήσουν σε κατάσχεση του ιδρώτα του, αφού για να βάλει 5 τετραγωνικά πλακάκια, και 7 ζωές σαν γάτα να έχει, δε θα ξεχρεώσει ποτέ το κεφάλαιο, και θα αφήσει στη διαθήκη του, την αποπληρωμή των τόκων για τα εγγόνια του.

Αποφεύγεις να περάσεις έξω από την εφορία και κάνεις κύκλους για να φτάσεις σπίτι, αφού με τα καινούρια συστήματα και το ηλεκτρονικό φακέλωμα, παραφυλάνε στη γωνία να σε μαζέψουν και να σε κλείσουν φυλακή μαζί με πληρωμένο εκτελεστή του αντιφασίστα καλλιτέχνη.

Φοβάσαι να κοιτάξεις δίπλα σου, και να ψελλίσεις τη λέξη ρατσισμός, γιατί θα γυρίσουν και θα σε σκανάρουν 10 ζευγάρια κόκκινα μάτια, που διψάνε για κάθαρση παντός είδους και τιμάνε την πατρίδα τους (τα ΖΩΑ δεν έχουν πατρίδα, παρά μόνο προέλευση. Να τα λέμε κι αυτά..).

Φοβάσαι να μιλήσεις για οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας, γιατί το "αίμα που κυλάει εκδίκηση ζητάει", κι αν δεν κουνήσεις συγκαταβατικά το κεφάλι θα συναινέσεις με τους προηγούμενους και θα γίνεις στόχος. Κι εύκολο θύμα, αφού οι ταμπέλες δεν έχουν κόστος, και θα την φορέσεις χωρίς πολλά πολλά.

Φοβάσαι να μην ψηφίσεις, κι αφήσεις τη δικαιοσύνη να αυτοκτονήσει ανενόχλητη δίπλα σου.

Φοβάσαι να ψηφίσεις, γιατί η δικαιοσύνη θα αυτοκτονήσει ούτως ή άλλως δίπλα σου.

Φοβάσαι τον διαχειριστή που σου ζητάει τα κοινόχρηστα ενώ είσαι απλήρωτος πέντε μήνες.

Φοβάσαι να απαιτήσεις τα δεδουλευμένα σου γιατί θα χάσεις τη δουλειά σου.

Φοβάσαι να δουλέψεις γιατί δε θα πληρωθείς.

Φοβάσαι να πληρωθείς στην τράπεζα γιατί θα τα κρατήσει η εφορία που της τα χρωστάς.

Φοβάσαι να αναπνεύσεις γιατί μας ραντίζουν σαν βλήτα.

Φοβάσαι να αγαπήσεις γιατί θα πληγωθείς.

Φοβάσαι να δημιουργήσεις γιατί με τόσο φόβο, που να χωρέσει η δημιουργία

Φοβάσαι να ανοίξεις τα μάτια σου, γιατί ο φόβος θα είναι μπροστά σου

Θύμισέ μου κανέναν άλλο φόβο σου...

Όλο και κάτι ξεχνάω.

Κι αυτά που θυμήθηκα, λίγα είναι.

(Κλείσε για λίγο τα μάτια, χαμήλωσε το φως και ονειρέψου.

Είσαι σε ένα υδάτινο περιβάλλον, χαλαρός, κι έχεις ικανοποιήσει κάθε σου ανάγκη πριν καν την σκεφτείς - το κάνει η αγάπη για σένα. Δεν έχεις βράγχια, αλλά δεν πνίγεσαι. Όλα κυλάνε ήρεμα και αναπτύσσεσαι ομαλά. Λίγο πριν ολοκληρωθείς, αλλάζεις θέση - δεν έχει χάρτη ούτε φως εκεί μέσα αλλά ξέρεις την έξοδο. Βγαίνεις στο φως! 

Ακολούθησε την ίδια διαδικασία άλλη μια φορά.

Κι άλλη.

Κι άλλη.

Μέχρι να καταλάβεις πως κάθε τι μεγάλο, ξεκινάει από μια μικρή επανάσταση. Έναν πόλεμο. Κύτταρα που διαιρούνται, και διαιρούνται και πολλαπλασιάζονται. Και μένουν μαζί και κάθε φορά ενώνονται όλο και πιο πολύ. 

Κι όλα αυτά γίνονται από μόνα τους. Δεν χρειάζεται οδηγίες η φύση.

Όλα ξεκίνησαν από μια στιγμιαία ματιά. Όταν οι ψυχές που περπατάνε στους δρόμους, αναγνωρίστηκαν μέσα από λέξεις.

Λέξεις..

Επικοινωνία. Κώδικες για κάθε ανάγκη.

Κι όλα πήγαν καλά τότε, γιατί δε φοβόσουν.

Όλα πήγαν καλά, γιατί είχες αγάπη μέσα σου.

Αυτό να πιστέψεις.

Και να ξυπνήσεις να δώσεις ένα φιλί στη μαμά σου. Και στον μπαμπά σου. Στην οικογένεια. Και να μη σκέφτεσαι τον φόβο. Να αγαπάς. Και να ξεχειλίζεις από αγάπη. Και να την μοιράζεις με κάθε τρόπο. 

Μόνο σταμάτα την παρέα με τον φόβο..

Είναι κακή συναναστροφή.)

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Συνέχεια

(Είναι ο διάφανος γείτονας του διπλανού διαμερίσματος, αυτός που σπάνια συναντάς, ενώ τον βλέπεις κάθε μέρα, που μοιάζει με υδατογράφημα πάνω σε κάθε αποτύπωση των εικόνων που μουτζουρώνεις την κενή σου καθημερινότητα. Αυτός ο τύπος με τη τσάντα και το λερωμένο παντελόνι.)

Καθηλωμένος ακόμα στο κρεββάτι, αρνείται να βοηθήσει τα μάτια του ν' ανοίξουν. Παραμένει εκεί, νευρικά στατικός και σκεπασμένος μέχρι τη μύτη.
Θέλει λίγο από τον χρόνο.
Κάποιος να του δώσει, απ' αυτόν τον χρόνο που δεν έχει καρφιά. Που γλιστράει, και πέφτει γελώντας σαν μωρό, και σηκώνεται για να συνεχίσει το πατινάζ του. Από αυτόν που έχει χρωματιστούς λεκέδες στη μνήμη, κι όχι λαδιές που δεν καθαρίζουν ποτέ από τον πόνο. Τον χρόνο με τα τραγούδια, και τους φίλους..τον όμορφο χρόνο.
Για εκείνον, η ώρα είναι απλά ένα ακόμα όνομα για την αγωνία. Από την αρχή της, μέχρι το τέλος της. Τα έχει χώρεσει όλα στην ώρα:
07:00 ξυπνητήρι
07:08 (σηκώνεται)
07:10 (φτιάχνει καφέ)
07:15 (τουαλέτα)
07:32 (ντουζ)
07:45 (βουρτσίζει δόντια)
07:50 (ντύνεται)
08:00 (φτάνει στην πόρτα)
..και καταλαβαίνει πως δεν ήπιε καφέ, κλείνοντας, καθώς τρέχει να προλάβει το λεωφορείο.
Σχεδόν πάντα.
(Οι φορές που θα πιεί τον καφέ, είναι εκείνες που θα πεταχτεί από τον εφιάλτη του - πως τον κυνηγούν καγκουρό είναι ο συνηθέστερος - και θα φτιάξει έναν, για παρέα στις πέντε.)

- Καλημέρα, ενα. Ευχαριστώ.
Στην επανάληψη αισθάνεται ασφαλής. Και κάποιες φορές χαρούμενος, σαν τα παιδιά που χοροπηδάνε στο τραμπολίνο, χωρίς ιδιαίτερες φιγούρες, απλά για να ανακατευτεί το κεφάλι τους, και να φτάσουν λίγο πιο ψηλά..

(Είχε πάρει τις αποφάσεις του.
Είχε διαλέξει
Και ήταν αφοσιωμένος.)

Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

- Καλημερα, ενα. Ευχαριστώ.

Τραβολογούσε το κορμί του εκεί κι εδώ, και λίγο πιο πέρα, μαζί με την παραγεμισμένη του τσάντα και το άδειο του βλέμμα. Σκοτείνιαζε, κάτω από τον ίδιο Ήλιο μ' εκείνον που γεννήθηκε και τον άφησε να μαραθεί νωρίς. Ζέστη μέσα έξω, φως πουθενά..
Είχε πάρει τις αποφάσεις του.
Είχε διαλέξει.
Κι ήταν αφοσιωμένος και σιγουρος.

Η απουσία της πρώτης ώρας ήταν ο εφιάλτης του από το σχολείο. Τα ξυπνητήρια δεν τα εμπιστευόταν, από τον καιρό του κουρδίσματος (ποιος επενδύει άλλωστε σε γρανάζια; Οι μπαταρίες, δε, τελειώνουν χωρίς προειδοποίηση). Η αφύπνιση στο κεφάλι του, ανά μία ώρα, τον είχε αφήσει αυπνο χρόνια τώρα.
Γραμμή παραγωγής καφέ, μπάνιο, ντύσιμο, είχε αγγίξει τη δική του ελευθερία πια: τα έκανε όλα χωρίς να κοιτάζει τον αριστερό του καρπό. Και ήταν τυπικός και ακριβής, να κλειδώνει την καρδιά του σπίτι, και να βγαίνει από την πόρτα του, υπακούοντας τη λογική ντυμένη Λοχία, κι ένα "πρέπει" κοντόχοντρο Στρατηγό.

-Καλημερα, ένα. Ευχαριστώ.

Οι τρεις πρώτες και μοναδικές λέξεις που μοιραζόταν με τον κουλουρά, κάθε μέρα εδώ και χρόνια, που πλέον του έδινε το χάρτινο σακουλάκι με το κεφάλι γυρισμένο, να μιλάει με τον περιπτερά κουμπάρο του για το Σαββατοκύριακο στη Σαλαμίνα.
Δευτέρα με Παρασκευή: κουλούρια 5.

(Αυτό το σαββατοκύριακο, ήταν αυτό που δεν άντεχε. Τη σιωπή, τη μοναξιά του. Την παλινδρόμηση του "καλημέρα", αφού δεν είχε ούτε λουλούδι στο διαμέρισμα του για να το μοιραστεί.
Καθόταν κι έκλαιγε μόνος του μπροστά στον καθρέφτη, κι έβλεπε έναν άλλο, που του θύμιζε τον εαυτό του, και λίγο τον λυπόταν. Κι άκουγε πάλι τα προστάγματα από τον Στρατηγό, κι έτρεχε να προλάβει - χωρίς ρολόϊ αυτές τις δύο μέρες - για να βγάλει απ' το υπόγειο την καρδιά του, που την αφήνει νηστική εδώ και χρόνια, και τελευταία του παραπονιέται πως κουράστηκε να τον περιμένει..)

Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Cupcakes

(Ο τίτλος έρχεται στο τέλος. Ο κάθε τίτλος. Το περιεχόμενο θα τον ελευθερώσει τελετουργικά στην τελευταία λέξη, που προσπαθείς να την καρφώσεις για να ησυχάσει το μυαλό σου, καθώς αυτή χοροπηδάει μπροστά σου αλλάζοντας γράμματα, χλωμή οδαλίσκη που σε περιπαίζει με πέπλα πριν την υποταγή της.)

Ένα γκρίζο πρωινό του Μάρτη, περπάτησα δίπλα στη θάλασσα και βούτηξα μέσα μου, με όσο οξυγόνο πρόλαβα να φορτώσω.
Μέρες τριάντα, ίσως και περισσότερες, τραβάω απ'τα μαλλιά τη φαντασία μου που κολυμπάει με ασφάλεια και μπρατσάκια στα ρηχά της νερά. Και την πονάω, και την πνιγώ, και δεν βρίσκω στεριά για να τη βγάλω.

(Λέξεις που φορτώνονται την ανάγκη, μαζεύονται στη γωνία, και ξεκουράζονται φουσκώνοντας σαν το ζυμάρι, γεμίζουν ατομικές φόρμες, γαρνίρονται πολύχρωμα συναισθήματα και καμαρώνουν στη βιτρίνα μου.)

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

Είναι το ύφασμα τέτοιο

(Όταν βαριέμαι, βαριέμαι πολύ. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν πεινάω, όταν αγαπάω, όταν πονάει το κεφάλι μου ή τα πόδια μου.. όλα πολύ.
Λατρεύω το πολύ. Χωρίς μονάδα μέτρησης, ασύγκριτο, το σκέτο πολύ.)

Φιλοσοφικές προσεγγίσεις στον πάγκο της κουζίνας:

Η διαφορά μεταξύ σεμέν, ποτηρόπανου και πατσαβούρας δεν έγκειται μόνο στην αισθητική, τη χρήση και την ποιότητα, αλλά και στη θέση που θα το βάλεις εσύ. Σκέψου το λίγο.. Για όλες εκείνες τις πατσαβούρες που στολίζουν και πλαισιώνουν έργα τέχνης, και τους τσαλακωμένους θησαυρούς, καλυμμένους με βρώμα, που μουχλιάζουν και διαλύονται από λάθος εκτίμηση, την ευθύνη αναλαμβάνω εγώ. Πού δεν έδωσα την ευκαιρία στα μάτια μου, να δουν πίσω από την συνεπαγωγή, και δε μπήκα πότε στον κόπο να αφιερώσω χρόνο για να αξιολογήσω πέρα από την προφανή τοποθέτηση τους, τον όποιο αντίκτυπο μέσα μου.
Όλα πανιά.

(Μόνο ένα με ταξιδεύει.
Ίσως κάποια Άνοιξη, καταφέρω να στολίσω το πολύ μου.)

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Καθρέφτης

Γεννήθηκε την πρώτη μέρα εκείνου του χρόνου. Στη μέση του χειμώνα, δεκαοχτώ μήνες μετά από τον αδερφό της. 

Ταυτίστηκε με τη μύγα μες το γάλα και την σταγόνα στον ωκεανό. Ταίριαζε παντού και δε χωρούσε πουθενά. Απέφευγε να πατάει στα χνάρια, που επιδεικτικά χτυπούσαν τα πόδια τους μπροστά της για να αφήσουν οι γύρω της, κι έβρισκε το κενό ανάμεσα για να χωρέσει μία μία τις ξυπόλυτες πατούσες της. Με το γονίδιο του χαμαιλέοντα, κατάφερε να προσαρμόζεται στο περιβάλλον και να κρύβεται από τα μάτια και τα στόματα των κατά την κρίση της, εχθρών.
Εχθροί.. Όλοι φίλοι, και κανένας. Εκπαίδευσε τους φόβους της, δεν έμαθε τίποτα από τα λάθη της, άλλαξε, αλλάζει, και κλείδωσε στο κεφάλι της για μπούσουλα, την αγάπη. 

Έφτασε να ζει εδώ και σαράντα χρόνια ανάμεσα και δίπλα σε παράξενα πλάσματα και δύσκολες συγκυρίες. Μέσα στον ωκεανό της, μέσα στο γάλα, μέσα στον οργασμό του μυαλού της όταν ονειρεύεται, μέσα στους φόβους της. 

"Για να υπάρχει πρόβλημα, υπάρχει λύση".

Αυτό κατάλαβε πριν κάποια χρόνια, κι έχει πάρει φόρα να βρεί τις λύσεις. Μόνο που αντί για λύσεις, μαζεύει προβλήματα, με την ίδια λαχτάρα του πεντάχρονου στην ακρογιαλιά που ανακαλύπτει σπασμένα κοχύλια. Και κάθεται μετά, και τα κοιτάει, και καμαρώνει που έσωσε το άδειο κέλυφος από την ανορίοτη ελευθερία και την βία της θάλασσας. 

Μαθαίνει τέχνες και τις αφήνει, κι όταν πεινάει, τις κόβει σε κομμάτια και τις κατασπαράζει. Αλλάζει ρόλους, αλλάζει τους ρόλους, αλλάζει την ιστορία της, κάθε πρωί που ξυπνάει. Κρύβεται πίσω από τα αχτένιστα σγουρά της μαλλιά, κι είναι λες και φωνάζει: εδώ είμαι! Πιάστε με επιτέλους!!

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

meditation

(Είναι η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, που κάθομαι σε γωνία σχεδόν ορθή, μόνη μου, στο τραπέζι της κουζίνας, και πατάω πλήκτρα, αντί

να προσπαθώ με μαεστρία να ισορροπήσω μέσα στο λεωφορείο, φορτωμένη, κρατώντας το κινητό στο χέρι και να γράφω με τον αντίχειρα. Εικόνες ζωντανές, στην απόλυτη ησυχία, που γαργαλιέται από τη γλώσσα του σκύλου, να πίνει πίσω μου νερό, λες και βρίσκεται στην Αριζόνα κατακαλόκαιρο..η δίψα του..)

Σκέφτηκα να γράψω για τη σιωπή, αλλά έχει πολύ φασαρία το θέμα από μόνο του, και τέτοια θέματα καλό είναι να μην τα ανοίγω στο κεφάλι μου, γιατι θα πάρει καιρό να κλείσει, και είμαι ήδη πολύ κουρασμένη για να τρέχω να το φτάσω.
(Ξεκινάω μια σκέψη, και προχωράει λίγο, σταματάει, πέφτει. Στο κενό)
Δε θέλω να σκεφτώ.
Θέλω μόνο να παρακολουθώ τους ήχους γύρω μου. Το ψυγείο. Μόνο αυτό ακούγεται. και κάπου ένα πιάνο από τηλεόραση μάλλον. Κόβεται από διάλογο. Και συνεχίζει..
Υποβάλλω τον εαυτό μου, σε κατάσταση πειραματικά ακίνητη, για να ακούσω την κατεύθυνση των βημάτων.

(Έδωσα στην αίσθηση μου, την ευκαιρία να ξεκουραστεί. Αυτή η αίσθηση, κοντά σ΄εκείνη της άνωσης στη ζεστή θάλασσα τον Ιούλιο, κάτω από τον ήλιο, που δεν έχει ανάγκη κανένα μέλλον. Είναι ολόκληρη παρούσα στο τώρα.)

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Τραγούδι

(Ανακατεύω τη σούπα στο κεφάλι μου - είναι ακόμα ζεστή και κοχλάζει, λες και η ζέστη παλεύει να φτάσει τις αδιάκριτες μύτες που στερούν την αντανάκλαση στο καπάκι που ανοιγοκλείνουν για να πάρουν μια γεύση από αυτό που πραγματικά τρέφει την αντικανόνικότητα μου.
Έχω φέρει τα πάνω - κάτω μέσα μου, κάποια μέσα - έξω, τις ισορροπίες στην άκρη, και τα άκρα μου, Ευαγγέλιο: ό,τι πιάνουν τα χέρια μου, κι όπου με πάνε τα πόδια μου. Σταμάτησα την πίστη σε ιδέες και είδωλα, κι ένιωσα λίγο πιο άνετα πριν πέσω στη φωτιά.)

Πρώτες μέρες ενός Φλεβάρη. 
Με ήλιο παγωμένο,
Με φλεγόμενες παντιέρες προσάναμμα
Και λέξεις
Λιγότερες 
Και πιο μικρές
Με δηλητήριο στην αιχμή τους
και κενό μέσα τους.
Μεταδοτικές.
Ανακατεμένες.
Μπελάς είναι,
δεν είναι η αλήθεια.
Κοιτάς μπροστά και πας πίσω, 
Πως τα κατάφερες?

(Φορές που οι σκέψεις μου, αρχίζουν με εικόνα και τελειώνουν σε τραγούδι, είναι πολλές. Είναι μάλλον πάντα. Μόνο που κάποιες, τα τραγούδια τα καίω, τα παίρνω μαζί μου. 
Έχω αφήσει κάτι παραμύθια στην άκρη, εκεί που ψάχνουν οι πολλοί για χρώματα.)

(Θα σου έδινα ένα ρεφραίν, αλλά είναι το λιγότερο, αυτό το θυμούνται όλοι...)



Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

She used to love..

(Ήταν πάντα ένα βήμα δίπλα της. Ποτέ πίσω, ποτέ μπροστά. Μια απόσταση ασφαλείας που κρατούσε πιστά, ένας κανόνας που τηρούσε με ευλάβεια. Έβλεπε τα πάντα, δε φαινόταν ποτέ. Δεν ήταν ο ρόλος του πρωταγωνιστικός, πιο πολύ ένιωθε τον κομπάρσο μέσα του, αλλά ούτε αυτός ήταν. Ταυτίστηκε με την αυλαία: βαριά, αδιάφανη, ένα παραπέτασμα μεταξύ σκηνής και κοινού, το σήμα της αρχής και του τέλους, η απόσταση -αυτή- πάντα ανάμεσα. Πάνω του φόρεσε όλα της τα χαρακτηριστικά: το χρώμα της, την βρωμιά της, το βάρος της, τη φθορά της, την αντικατάστασή της.)

Περπατούσε αφηρημένα.
Με το κεφάλι στραμμένο στις βιτρίνες, να κοιτάζει το είδωλό της στα τζάμια - Θεέ μου! πώς πάχυνα!

Ήταν η έκπληξη, όχι πάντοτε η ευχάριστη. Σημείωνε στο μυαλό της, όλες εκείνες τις φορές που τον έβλεπε, πάντα γύρω από τον κοινό τους άξονα. Αξιολογούσε την πρόοδο του με ανορθόδοξους τρόπους, και για κάποιο λόγο είχε καρφωθεί στο μυαλό της, αυτή η φράση που γράφει ο καθηγητής δίπλα από τον βαθμό, θέλοντας να σε κάνει έστω και μια φορά να προσπαθήσεις : μπορείς και καλύτερα!

Δεν του το είχε πει ποτέ, ούτε του το έδειχνε. Μόνο εκείνη το είχε πιστέψει.

(Ήταν η βελούδινη, βαριά, βαθυκόκκινη κουρτίνα. Ήταν το δικό της όριο μεταξύ αλήθειας και φαντασίωσης, ήταν η δική της ανάγκη να αλλάξει ρόλο και να βρεθεί πάνω στη σκηνή, πίσω από τη σιγουριά, και σε μια στιγμή μεγάλη στη ζωή της, να βγεί μπροστά, να φτάσει τον Εαυτό της, να του παραδώσει την ψυχή της, και λυτρωτικά να ακουμπήσει την συναισθηματική της αποφόρτιση πάνω στα μάτια που την κοιτάνε, τόσες δεκαετίες, τόσες μέρες, κάθε φορά που βρίσκεται αυτός δίπλα της.)

Πλησίασαν μια φορά το μαζί, κι αυτό έλιωσε, διαλύθηκε σε ύλη πρώτη, σε φωτιά.

Ήταν πολύ, και κανένας απ' τους δυο δεν ήταν λίγος. Ήταν ακέραιοι και ίδιοι πολύ. Τί να χωρέσει; Που; 

Στο "πότε;” που ζητούσε εκείνη, ήταν ένα "κάποτε" παστέλ κι ελαφρύ που έπαιρνε γι' αντάλλαγμα.

Κι όταν εκείνο έφτασε, βρήκε το "ποτέ" της στη θέση του.

https://youtu.be/rwRScXqKoXY





She used to love..

(Ήταν πάντα ένα βήμα δίπλα της. Ποτέ πίσω, ποτέ μπροστά. Μια απόσταση ασφαλείας που κρατούσε πιστά, ένας κανόνας που τηρούσε με ευλάβεια. Έβλεπε τα πάντα, δε φαινόταν ποτέ. Δεν ήταν ο ρόλος του πρωταγωνιστικός, πιο πολύ ένιωθε τον κομπάρσο μέσα του, αλλά ούτε αυτός ήταν. Ταυτίστηκε με την αυλαία: βαριά, αδιάφανη, ένα παραπέτασμα μεταξύ σκηνής και κοινού, το σήμα της αρχής και του τέλους, η απόσταση -αυτή- πάντα ανάμεσα. Πάνω του φόρεσε όλα της τα χαρακτηριστικά: το χρώμα της, την βρωμιά της, το βάρος της, τη φθορά της, την αντικατάστασή της.)

Περπατούσε αφηρημένα.
Με το κεφάλι στραμμένο στις βιτρίνες, να κοιτάζει το είδωλό της στα τζάμια - Θεέ μου! πώς πάχυνα!

Ήταν η έκπληξη, όχι πάντοτε η ευχάριστη. Σημείωνε στο μυαλό της, όλες εκείνες τις φορές που τον έβλεπε, πάντα γύρω από τον κοινό τους άξονα. Αξιολογούσε την πρόοδο του με ανορθόδοξους τρόπους, και για κάποιο λόγο είχε καρφωθεί στο μυαλό της, αυτή η φράση που γράφει ο καθηγητής δίπλα από τον βαθμό, θέλοντας να σε κάνει έστω και μια φορά να προσπαθήσεις : μπορείς και καλύτερα!

Δεν του το είχε πει ποτέ, ούτε του το έδειχνε. Μόνο εκείνη το είχε πιστέψει.

(Ήταν η βελούδινη, βαριά, βαθυκόκκινη κουρτίνα. Ήταν το δικό της όριο μεταξύ αλήθειας και φαντασίωσης, ήταν η δική της ανάγκη να αλλάξει ρόλο και να βρεθεί πάνω στη σκηνή, πίσω από τη σιγουριά, και σε μια στιγμή μεγάλη στη ζωή της, να βγεί μπροστά, να φτάσει τον Εαυτό της, να του παραδώσει την ψυχή της, και λυτρωτικά να ακουμπήσει την συναισθηματική της αποφόρτιση πάνω στα μάτια που την κοιτάνε, τόσες δεκαετίες, τόσες μέρες, κάθε φορά που βρίσκεται αυτός δίπλα της.)

Πλησίασαν μια φορά το μαζί, κι αυτό έλιωσε, διαλύθηκε σε ύλη πρώτη, σε φωτιά.

Ήταν πολύ, και κανένας απ' τους δυο δεν ήταν λίγος. Ήταν ακέραιοι και ίδιοι πολύ. Τί να χωρέσει; Που; 

Στο "πότε;” που ζητούσε εκείνη, ήταν ένα "κάποτε" παστέλ κι ελαφρύ που έπαιρνε γι' αντάλλαγμα.

Κι όταν εκείνο έφτασε, βρήκε το "ποτέ" της στη θέση του.

https://youtu.be/rwRScXqKoXY





Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

Set as default

Ανοιγω και κλεινω
Τον εαυτό μου
Τα παράθυρα
Και τις παρενθέσεις μου
Με άνεση

Προσπαθώ να χαμογελαω συχνά
Να κανω αυτό που πρέπει, λίγο.
Και λίγο να χαίρομαι
Καποιες φορές για τίποτα.
Σε πολυκαιρισμενα αισθήματα
Να αφήνω τα "γιατί" μου να παίζουν δίπλα
Και με γευσεις να στολιζω
Τις συννεφιές και τις λιακαδες μου.

Μετράω
Και μηρυκαζω την απογοήτευση μου
Τεντωνομαι στο κρεββάτι,
Και γεμιζω ολόκληρο δωμάτιο
Με δάκρυα
Από αυτα που ιριδιζουν.

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

On the road again

(Τους παρακολουθώ από απόσταση, διακριτικά κι επίμονα πολλές φορές. Συγγενείς, άγνωστοι, αλλοδαποί, αγχωμένοι, όλοι μπροστά μου σκυμμένοι και καχύποπτοι. Με κοινά, με διαφορές, ο καθένας την αγωνία του και λίγη περιέργεια. Με φωνές παράτερες, με χέρια λιγοτερο βρώμικα από τις σκέψεις  μου, ακολουθούμε ακίνητοι την ίδια πορεία, για να φτασουμε ο καθένας αλλού.
Ειχα καιρό να παρω το τρένο.)

Πήγαινα και στεκομουν πισω απο τον παππού μου οταν διάβαζε εφημερίδα, από τη γιαγιά μου ενώ έπλεκε, πισω από κάθε άνθρωπο που φορούσε γυαλιά.
Ακόμα και τώρα, θα ρίξω μια κλεφτή ματιά αν μου δωθεί η ευκαιρία και η σωστή θέση - πισω και στο πλαϊ - και θα προσπαθησω να δω αυτες τις μαγικές -μακρινές συνήθως - εικόνες, που φτανουν στα μάτια των άλλων.
Πίστευα επίσης, πως τα ματια μου βλέπουν τα πάντα φωτεινά, και περισσότερο πράσινα, απ' οσο ειναι για τους άλλους. Στα πέντε μου. Και χτες, επίσης.

(Σου φτάνει; Αυτό που ζεις, είναι αρκετό; Είναι δικό σου; Σε ποιόν σταθμό κατεβαίνεις; Θυμάσαι τον προορισμό σου, ή ξεχάστηκες και κοιμηθηκες στο πλευρό ενός άγνωστου;)


Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018

Ευχαριστώ

(Θα ήθελα να το γράψω, όπως ο Hawking:  με υπερσυγχρονους μηχανισμους, και συναισθηματικους αισθητήρες, μαεστρικα τοποθετημενους στην καρδια. Για να μιλήσει μονο εκείνη, στο ακριβώς της. Με κεφαλαία να φωνάζουν, με παύσεις και θαυμαστικά. Με τελείες. Χωρίς παρενθέσεις.)

Ειχα κρατήσει μια μνήμη για αυτή την αίσθηση: να διαβαζεις ευχες απο ανθρώπους που ειναι μακρια, ή έχεις καιρό να βρεθείς, να δεις το στολισμενο τους δέντρο, να λερωθεις με την άχνη των κουραμπιεδων τους, να χορεψεις μαζί τους. Να κρατας το δικο σου πάρτυ, στα χέρια σου.
Κλαίω απο το πρωί. Σε κάθε "χρόνια πολλά" βουρκωνω και γελαω μαζί. Εχω διαγνώσει την διπολικοτητά μου, και την απολαμβανω όσο μπορώ πιο διακριτικά ..
Θέλω να μάθω να λέω ευχαριστώ σε όλες τις γλώσσες, με όλους τους τρόπους, και ν'ανεβασω την ευγνωμοσύνη στο θρόνο της. Της αξίζει πολύ.

(Είμαι πολύ τυχερή, τελικά.. Γι αυτό γεννήθηκα στην πρεμιέρα!! Για να βαφτιζομαι στις φωτιές που ανάβει το κεφάλι μου. Και να ορκιζομαι στο ονομα της αγάπης.
Το ευχαριστώ μόνο του δε φτάνει.
Και μια συγνώμη δεν είναι το ζητούμενο.)